Σε μιας ελπίδας την ουσία αφήνομαι ανεξερεύνητη να στρώσω έναν ύπνο παραπάνω. Εκείνον της ουτοπίας που σέρνει η καταιγίδα πριν το γκρέμισμα του όχι, του μη και του γιατί. Εκείνον της ασύστατης συμπαντικής ύλης που γίνεται ένα με το σκοτάδι της χαράς. Ναι. ΄Οταν αφήνεις το φως να σε ρουφήξει, τότε καταλαβαίνεις πόσο σκιά είσαι. ΄Εχω αρχίσει να σε (?) χρειάζομαι. Κι έχω αρχίσει να το ψελλίζω κάτω απ’ τα σκεπάσματά μου. Ξανά. Και Ξανά. Και δεν είναι που με φοβίζει τόσο το τέρμα του ρήματος, όσο το στοπ που θα ξεφωνίσεις στην επόμενη γωνία. Μα αν «δεν» τότε πώς «θα»? Ξέρω τι θα πεις. Πάντα εκείνο το ποτέ. Και πάλι εκείνο το πάντα. Και πώς να αφεθώ ξανά? Πώς να πω «επιθυμώ»?
Να σ’ αγγίξω φαντάζομαι σε ενός αναφιλητού το μείνε. Να σε λούσω σε μιας ωδής την ξεστρατισμένη νότα. Να σε σκεπάσω μ’ ένα ψημένο άρωμα αγρού. Να χτενίσω την τούφα που πέφτει στους μικρούς σου δισταγμούς. Αν μπορούσα να ψελλίσω εκείνο το φωνήεν που σκοντάφτει στα δόντια μου, ίσως να κρύωνα λιγότερο.
Κι επειδή κάτι χειροπιαστό δεν έλαχε να στείλω, μάζεψα ορισμένα πράγματα μικρά να σου χαρίσω, με την ευχή μια κάποια μέρα να σου τα ψιθυρίσω...
Δικά σου λοιπόν,
΄Ενα χρώμα της αυγής να σου φωτίζει τα βλέφαρα κάθε που ανοίγουν. Το πήρα απ’ τη σπηλιά του ήλιου την ώρα που έστρωνε τραπέζι στους πλανήτες. Κι ήταν μια στιγμή που όλοι ήταν τόσο μα τόσο ευτυχισμένοι...
Μια στάλα απ’ του ουρανού τη φορτωσιά, να σου δροσίζει τ’ όνειρο. Την άρπαξα απ’ τα μαλλιά πριν γίνει ένα με το δέρμα μου. ΄Εχει όμως τη μυρωδιά που επιθυμείς...
΄Ενα έλα για να σε κάνει να προχωράς ίσαμε τ’ αστέρια. Το έκλεψα απ’ τις σελίδες του άγνωστου την ώρα που διάβαζε ένα παραμύθι πριν αποκοιμηθεί για έναν ακόμη αιώνα...
΄Ενα κομμάτι βελούδο στο χρώμα που αγαπώ. Το σκούρο της φωτιάς με γεύση πεθυμιάς, να σου θυμίζει πως το εδώ πάει και λίγο παραπέρα. Το έφτιαξα στη μέση μιας γυροβολιάς στο χορό του απερίγραπτου. Κι έχει κάτι από χαρά...
Αυτά ήταν μερικά απ’ αυτά που έχω φυλαγμένα. Μα μέσα απ’ την καρδιά βγαλμένα. Να γίνουν σύννεφο βροχής για σένα...
...και για μένα...
.