Έδωσα κατεύθυνση και κίνησε. Κόκκινες και πράσινες αναλαμπές έγερναν στις ρόδες και μερικές πορτοκαλί προειδοποιήσεις, άνοιγαν κλειδαριές στον κόσμο του πιο γρήγορου. Γύρισμα σε σοκάκια άπλυτα από ορμή αγγέλων και μίασμα δαιμόνων. Σούρουπο σε μια πόλη οδυρμού με λίγη χροιά από ανούσια αλμύρα. Στα χέρια του το τιμόνι φάνταξε πυξίδα που έδειχνε εκεί. Σε μερικούς άντρες δεν χρειάζονται πολλές κινήσεις για να προσδιορίσουν το είναι τους. Μια στροφή αρκεί για να φτιάξει το φάντασμά τους.
Τον ένιωθα πάνω μου να αγγίζει και να φεύγει. Να έρχεται και να μένει. Να κατακτά και να επιμένει. Κι ύστερα, αδιάφορα να προχωράει στο άτοπο. Κοντά γκριζαρισμένα μαλλιά κι ένα σκουλαρίκι στο ένα αυτί. Κρίκος, θαρρώ πως ήταν, μα δεν έβλεπα καλά μέσα απ’ τον καθρέφτη. Σε πρόσωπο αντρίκιο, μια λάμψη στο λοβό, δίνει κάτι από βλέμμα θεριού. Κι αυτό μ’ αρέσει.
Αδιάφορος να ρίχνει στάχτη στην τράπουλα του ονειρικού μου. Ακάλεστος ήρωας σε ένα έργο που δεν θα παιχθεί ποτέ. Πρωταγωνιστής μιας ιστορίας ενός χιλιοστού του χρόνου. Σε μιαν αυλαία άνευ θεατών. Ενός σεναρίου που δεν γράφτηκε καν. Και ούτε πρόκειται ποτέ να ειπωθεί. Ανάμεσα σ’ ένα σταυροπόδι και ένα φθάσαμε που κι αυτό υπονοήθηκε, δεν υπήρξε ούτε μια ανταλλαγή βλέμματος. Μα ένιωσα πως εκείνη η σπάνια έλξη που κάνει τη ματιά να στέκεται και δεύτερη και τρίτη φορά πάνω στο περιτύλιγμα μιας εκπομπής από μια ράτσα του είδους σου είναι κάτι παραπάνω από...
...μια κούρσα δρόμος...
.