Βέεεεεεεβαια! Μισή ουγκιά πιο πέρα απ’ τη θάλασσα εκεί που λαλούν τα αγριοπερίστερα βρίσκεται η σκούνα του Λάμπρου του τσίφτη του καραμπουζουκλή. Εκεί που ξεπετάγονται οι κόκοροι μετά τον αναπαφλασμό του ασυμπούρμπουλου που εξοστρακίζει το παρελθόν (σου). Κι αφού δεν μπορείς να το διακρίνεις, θαρρείς πως δεν υπάρχει κιόλας. Βρε κοίτα κάτι μηχανές που το θέλουν για μαριονέτες. Βρε κάνε χάζι κάτι κουμπότρυπες που θαρρούν πως ξέρουν και να σκίζουν κολοσφυριχτρόνια τύπου Γάμα.
Απονενοημένο μου σήμερα, πάρε μάτι το ξενέρωτο και ρίχτου φόλα. Κρέμασε και στον τοίχο δυο καρφούμπες αναμαλιάρες μπας και δω το φως μου η μουσουλμάνα. Και ρίξε στάχτη στο ανακούρκουδο για να χαράξει με μαχαίρι τη λεμονόπιτα της μικρής σειρήνας. Δυο φεγγάρια παρακεί είναι το γκλάμορους οκταπόδι με την τρελή ρίγα κι εσύ ζητάς επεξηγήσεις? Αγάπη μου (εσύ) που σκοταδιάζεις το σύννεφο, παραμέρισε το σώβρακο μπας και δούμε τη λαγάνα. Ωωωω μα πόσο γραμμένη έχεις τη σιωπή και φωνάζεις το ρο έτσι μασημένα? Ωωωω άγρυπνό μου-νιάτο ου φοβού και ξεπηδήξου.
Αχ!
.