Θα ήθελα να σου μιλήσω για τα σύννεφα. Για εκείνα τα άσπρα ταξιδιάρικα πουλιά που περνούν τους ουρανούς όποτε τους το καλεί η φύση, η αγρύπνια, η ανάγκη, η αφοσίωση και το φεύγα τους. Όποτε νιώθουν πως το μοιράζομαι έχει την ανάγκη να απλωθεί και σε έναν ουρανό πιο κάτω. Οποιουδήποτε χρώματος. Οποιασδήποτε σημαίας. Όποιας ηθικής. ΄Η ανηθικότητας.
Τα σύννεφα που φθονούν και περιστρέφουν ό,τι σαπίζει στου ορίζοντα το χαμόγελο. Που σβήνουν της σκιάς το κακότροπο φωνήεν, χαράζοντας ένα Ω με θράσος και δύναμη. Που ορθώνουν ανάστημα μπροστά σε εμπόδια του μυαλού, του όχι και του μη. Που τολμούν να ξεπερνούν εαυτούς αλλάζοντας σχήματα, ανάγκες, θέληση και γραφή. Που χωρίς τεχνασμάτων το ανυπόγραφο, ξεπερνούν τους χρόνους με περισσή αντάρα στροβιλίζοντας λαμπυρίσματα επιθυμιών.
Τα σύννεφα που υπάρχουν επειδή ανασχηματίζονται. Που φορτώνουν και ξεφορτώνονται. Δέχονται και αποδέχονται. Απορρίπτουν και επιρρίπτουν. Στάλες, κατακλυσμούς, βροντές και αστραπές. Που χαμογελούν στην ύπαρξη του ανύπαρκτου ξεδιπλώνοντας την υφή της μεγαλοπρέπειας. Που αντιστέκονται στο πρέπει του σταματημού, στης στιγμής το ξέφτισμα και στου χάροντα το έλα.
Θα ήθελα να σου μιλήσω και για εμάς. Που ως τίποτα μπροστά στα θαύματα γονατίζουμε αντοχές και ξεχύνουμε φαρμάκι από πληγές ανθισμένες αγριοτριαντάφυλλα. Που υποκύπτουμε βαστώντας την ανάσα μπροστά στο αθώρητο, το ανυποψίαστο, το καταταχθέν ως επί της ώρας του γεγραμμένο στα μητρώα των αέρων. Που ρίχνουμε ιμάτια σε ξέρες και στερεύουν πνοής. Για εμάς που χάνουμε το δευτερόλεπτο ανάμεσα σε δυο χτύπους καρδιάς χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι. Ή ακόμα χειρότερα, χαρακτηρίζοντάς το ως μηδέν γενόμενο.
Θα ήθελα να συγκρίνω και το επάνω με το βαθειά. Μα δε γίνεται να προσομοιώσω έτσι αζημίωτα τα φαινόμενα. Δε γίνεται να συνεισφέρω ως στοιχείο το αστοιχείωτό μου. Δεν υφίσταμαι αν νιώθω πως γκρεμίζεται το άστρο που ήδη έχει έλθει για να αφήσει το τελευταίο του χαμόγελο στα πόδια μου. Δεν αντέχω να οσφραίνομαι τις άγευστες και απειθάρχητες ηλιαχτίδες του ανάστατου πεπρωμένου μιας εκπεσούσας γέννησης. Μα ως μη υποκύπτουσα στο απόκρυφο, ξεδιπλώνω ακόμη ένα όριο, βαφτίζοντάς το ίσως έρωτα.
Επειδή το έχω ανάγκη!