Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Επάνοδος


Άνοιξα την πόρτα και μπήκε μια θάλασσα φουρτούνα. Άσπρος γιαλός με υπόλευκα φτερά, η ξέρα ορθή κι ο άνεμος σταθερά αλήτης. Πήγαν τα μαλλιά μου μια πνοή πίσω κι εισέπνευσα την αίσθηση του αλμυρόγλυκου. Στο λιμανάκι προς τα αριστερά δυο βάρκες κορτάρουν με το φάρο. Σκέφτομαι πως θα ήθελα να γίνω φύλακας του σκοταδιού, της ώρας που ησυχάζουν τα νερά μουρμουρώντας ναυάγια. Να χύνομαι στο απέραντο. Ένα... να γίνομαι με την άχνη που αναδύεται απ’ τα κρυμμένα μυστικά. Γοργόνα – για λίγο – πριν πεθυμήσω το θνητό μου.

Φωνούλες πραγματικότητας ανακατεύονται με τη διαύγεια. Απροσδιόριστα φωνήεντα ( τα σύμφωνα κοιμούνται το πρωί ), μισονυσταγμένα μεθύσια (κυρ Νίκο μια ρακή ακόμη θα με κάνει να ξεχάσω την προηγούμενη τελεία-και-παύλα), δεσμοί αγιάτρευτοι. Ο βαρύ γλυκός επιθυμεί ανάγνωση μα προτιμώ να ξεπλύνω τα μελλούμενα. Φοράω τη φούστα την κοντή. Τα πόδια μου δεν είναι όπως ήταν μα τα αγαπώ. Όπως εξακολουθώ να αγαπώ και την αγάπη.

Δένω πρόχειρα ένα μαντίλι στο στήθος και κατεβαίνω ξυπόλητη απέναντι. Κολυμπώντας με γυμνή συνείδηση φτάνω στη γνώριμη οθόνη. Ένα κοχύλι ακουμπώ στις ψυχές πίσω απ’ τα καλώδια. Και σ’ ένα μπουκαλάκι, απόσταξη από δυο πανσέληνες γεύσεις

/ γιατρικό στις θλιμμένες καρδιές/

Γράφω: Με κάθε επάνοδο, τα όνειρα ζητούν ανανέωση. Λαχτάρα. Κίνηση.
Και ζωή απ’ τη ζωή μας.