Ήταν τότε που υπήρχε εκείνο το ξενύχτι. Αραλίκι στου ουρανού τα ντέρτια κι ένας ήλιος να παίζει ταμπούρλο. Η λιωμένη ζάχαρη κύλησε ως το γόνα και το φωτορυθμικό άλλαξε τροπάρι. Ντισκόβια φανερωμένη εποχή μείον μια μερίδα λύτρωση. Τα μπλουζ παίζουν καρμικό μεθύσι και η κατηφόρα ντύθηκε στα κόκκινα.
Ξημέρωσα άγαρμπα χωρίς σταματημό. Με δυο ώρες ζωγραφισμένες στης θηλής τους πόρους, σήκωσα έναν αετό/πνοή. Έδωσα ώθηση στη λεμονιά να μοσχομυρίσει τρέλα και γύρισα μια στροφή του καφέ το άρωμα. Ήπια ένα ολόκληρο μη εμφιαλωμένο οινο-πνευμα και ένιωσα δυο χρόνια αναταραχής να μου ζαλίζουν το στρίφωμα. Οι πιέτες μου ξεχύθηκαν από τη σήτα και διασπάστηκαν σε μικρούτσικες χαμογελαστές σερπαντίνες.
Ένα έντομο έτρεξε – βρεγμένο απ’ της απόψυξης τα «ύστερα» - κρύβοντας τις κεραίες του με ασημί βιολέτες. Χάζεψα τη διαφορετικότητα της εγκυκλοπαιδικής ακρόασης και έμεινα να παρατηρώ τα μπαλόνια του αιώνιου φευγιού μου. Υψώνονταν, θαρρείς και αποσκοπούσαν στην ολοκλήρωση του σχήματος μιας μεταφυσικής θεότητας που είχε βαλθεί να φορέσει τη γύμνια της επιβολής.
Βγήκα στον κήπο κι έκοψα αμήχανο γρασίδι / μόνο μια σπιθαμή ορθωμένο. Η ταπεινότητά του μου θύμισε έναν εαυτό παρατημένο σ’ ενός καθρέφτη την παγίδα. Γονάτισα κι έφερα στο πρόσωπο μια χούφτα ρίζες. Πλύθηκα με στάλες κέρινες. Βούρτσισα και μια τρίχα ανθισμένη τρεχάλα.
Η μέρα ερχόταν να αφήσει την πρώτη καλλιγραφική νότα της επαφής. Κάλυψα το πρόσωπο με μαντήλι διάφανο και με τα δυο μου δάχτυλα έκανα το σήμα του σταυρού. Ομολόγησα την αμφιβολία για την έναστρη πύλη της μετάβασης. Συνέχισα να ορειβατώ στη λίμνη της ερωτοτροπούσας μνήμης και μάτωσα μέσα από τα σκέλια του αστερισμού μου.
Ένιωσα να πολλαπλασιάζομαι.