Αγωνιώ να δω έναν βυθό και να ανασάνω τρίαινες. Ήλιους
αλήτες και κοπρίτες δορυφόρους. Να γεννοβολούν φαλαινοθηρικά σκασμένα στο
χρυσάφι. Και λάσπες/ορυζώνες στις γούβες του λαιμού. Μόνο εσύ ξέρεις πόσο μου
τη δίνουν τα κρίνα που ανθίζουν στην παλάμη. Μου ’ρχεται να δώσω μια και να τα
πνίξω με σάλιο μοχθηρό. Να χαθούν στο δηλητήριο και στη μπόχα από δόντια σαπισμένα
. Τέτοιος θάνατος αξίζει στα μη εκπληρωμένα. Ακαριαία βίαιος και αδυσώπητος.
Και χωρίς να αναφέρεται στο δελτίο των επτά αστέρων. Να κακαρίζουν έξω απ’ την
πόρτα τα πορνίδια και να χουφτώνονται από μπάφους εραστές.
/άσε κάτω τον δίσκο με το βασιλόπουλο, γκαρσόνε. Ορέγομαι το
μήλο της μανδάμ/
Στα πόδια παντόφλες με την ρόζμαρυ (καλά να πάθεις καριόλα
που δεν έγινες καρτούν) και στο μοχλό μια νιότη. Ο στυμμένος ήλιος, παλικάρι
μου, θέλει μεγάλη τσέπη να χωρέσει. Μπαλωμένη από ράφτρα γυναικεία. Κι όχι από αδερφή
κραγμένη στις σκηνές του Παρισιού. Ο λέων της Νεμέας καμαρώνει ως συμπληρωμένο
σκηνικό. Στην γάμπα, χτυπημένος τατουάζ – της μόδας η καυλίτσα – και περνά δε
περνά η κυρά Μαρία από τους κήπους τους παλιούς.
Σου είπα, ψες, πως ερωτεύομαι καθάρματα και μου αντιγύρισες
ομοίως: κι εκείνα σ’ ερωτεύονται μωρό μου.
Ήθελα να ’ξερα άμα ζούσα τι τραγωδία θα ’γραφες για πάρτη
μου. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά έχω άχτι μια δεύτερη θυσία κεκλεισμένων των στιγμών.
.