Πάμε να παίξουμε;
Όπως όταν ήμασταν μικρές. Σ’ εκείνο το λιβάδι με τις κόκκινες ανεμώνες. Να κυλιστούμε στα χρώματα και να έχουμε από πάνω μας το γέλιο του αόρατου...
Θα βγάλω τα πέπλα της νεράιδας και θα τα αφήσω στα γυμνά σου δάχτυλα. Κι εσύ, θα γδυθείς το φόρεμα της μάγισσας και θα καλύψεις μ’ αυτό δυο χαμομήλια. Μετά θα αφήσω στα φτερά μιας πεταλούδας μια κόκκινη καλτσοδέτα. Κι εσύ θα καρφιτσώσεις μια σκιά σ’ ένα κυπαρίσσι...
Κι ύστερα θα κάνουμε σπονδή στη βροχή. Σ’ αυτή που μας γέννησε. Σ’ αυτή που μας ανάθρεψε. Σ’ αυτή που συνεχίζει να μας ζει. Σ’ αυτή που ξέρει ποιες είμαστε. Χωρίς προσδιορισμούς. Χωρίς περιορισμούς. Χωρίς πλαίσια...
Και θα μας αφήσει να γίνουμε στάλες. Να κάψουμε και να καούμε. Να δροσίσουμε και να δροσιστούμε. Να σκοτεινιάσουμε, να πετάξουμε, να ερωτευθούμε. Να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε...
Και να κλείνουμε το μάτι σε κάθε σύννεφο που ανακαλύπτει αυτό που μεταμορφωνόμαστε κάθε φορά. Χωρίς μόνο μια ιδιότητα. Χωρίς μόνο ένα επίθετο...
Μα έχοντας σταθερή τη φύση μας. Τη βροχή!
Ε; πάμε να παίξουμε;
.