Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Απότομα




Βροχή και σοκολάτα ρόφημα. Ζεστό, ενισχυμένο με baileys. Να ακούγεται η γεύση. Και να αχνίζει η ομίχλη του.

Ένα μπαλκόνι, μισό σούρουπο και δυο πλατανόφυλλα να έχουν έρθει απ’ το πουθενά. Και από κάπου, μια μυρωδιά από αρωματικό τσιγάρο.

Βλέμμα ανάμεσα απ’ τις αισθήσεις που φέρνει ότι κρύβεται πίσω απ’ τα λόγια. Στο μυαλό εικόνες άσχετες μα και τόσο σχετικές μ’ αυτό που θα ήθελες. Κι είναι κάποιες φορές, που το μόνο που θέλεις, είναι απλά…να θέλεις.

Κάτι κάγκελα φτιάχνουν ρίγες στο τοπίο. Και πεταμένες σελίδες από ένα διήγημα που σταμάτησε στο κόμμα του. Είναι κάποιες ιστορίες, που το μόνο που χρειάζονται είναι η υπόνοια του ατελείωτου. Κι αν τις σκορπάς στον αέρα, είναι σίγουρο πως θα βρουν το δρόμο τους εκεί που πρέπει να ανήκουν.

Καλτσάκια κοντά με μαύρα παπούτσια. Κι οι στάλες να μπαίνουν ενδιάμεσα απ’ τις κλωστές. Αίσθηση ουρανού που φιλάει την κίνηση. Αστραπή. Μέσα. Ρούχα κάτι μεταξύ φθινόπωρου στο μισό του και μιας εποχής που δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη.

Να βάλεις στο κρεβάτι κι ένα αγόρι για το πρώτο σου παιδί. Να είναι αρσενικό. Πώς μου ήρθε αυτό τώρα στο νου; Και τρία κουφέτα κάτω απ’ το μαξιλάρι. Και δίχτυ με ψωμί κι ένα ψαλίδι πίσω απ’ τα στέφανα. Δεμένα, ε; Μα, πού τα έχεις ακούσει αυτά; Τα έχεις κάνει άραγε; ΄Εχει υπάρξει εποχή που τα έχεις κάνει; Δε θυμάσαι.

Να φύγεις, μωρέ. Δεν αντέχω. Θέλω έρωτες. Τα έχεις πει αυτά; Τα έχεις σκεφθεί όμως, έτσι δεν είναι; Κι ίσως…να τα έχεις κάνει, ε; Τα έχεις κάνει. Πουτανίτσα.

Ρίχνει βροχή. Και φέρνει αρώματα. Σταματάει και κάτι ήχους άγαρμπους. Όμορφο αυτό. Γιατί οι σταθμοί βάζουν μελαγχολικά τραγούδια όταν βρέχει; Γιατί όλοι κάνουν πράγματα που περιμένεις ότι θα κάνουν; Βαρέθηκα.

Το δεύτερο εναμισόλιτρο με νερό κοντεύει να έρθει στο μισό του. Διώχνει τις τοξίνες. Κάνει καλό και στο δέρμα. Φαίνεται να λάμπει. Και αργούν κι οι ρυτίδες. Κι απ’ την άλλη, πλακώνεσαι στα τσιμπολογήματα. Ωραία γεύση που έχει το φρεσκοξεφούρνιστο ψωμί με κόκκινη πικάντικη σπιτική σάλτσα, ε; Κατευθείαν απ’ την κατσαρόλα, όμως. Εκεί είναι όλη η ουσία. Στην κίνηση.

Κόκκινο κρασί με κανέλα. Γλυκό. Αχ! Και μια γλώσσα στα χείλη σου επάνω. Κι έρχεται και από μια ανοιχτή πόρτα ένα να έρθω κι εγώ αγκαλιά; Κι από μια άλλη πόρτα ακούγεται δυνατά ένα φεύγω χωρίς να περιμένει απάντηση. Χαμογελάς. Κι ύστερα σκέφτεσαι πως όλο αυτό…το σκέφτεσαι.

Η βροχή τελειώνει. Όπως και μια πτώση που βρίσκει έδαφος να σπάσει. Δε φταίει το έδαφος μωρέ.

Η βροχή ξανάρχεται. Και σου έρχεται να κάνεις όλα τα αντίθετα. Και κάνεις πάλι τα ίδια. Κι έχει το γούστο του.

Θέλεις να τελειώσεις κάτι απότομα και μετά σκέφτεσαι πως πρέπει το τέλος του να έρθει ομαλά. Γιατί; Για να μην αρχίσουν οι ερωτήσεις; Κι οι απογοητεύσεις; Γιατί; Μήπως όλοι οι θάνατοι έρχονται ομαλά; Σιγά. Έτσι θα το τελειώσω και τούτο εδώ δα.

Απότομα.







.