Στην κρύπτη μου μέσα με χιλιάδες ξωτικά. Άφαντα. Απ’ αυτά που ξέρουν ότι τα νιώθω μα που καταλαβαίνουν πως δε θέλω να τα βλέπω...
Κλεισμένη σε νότες εκεί στα νοτισμένα μονοπάτια μου. Ξυπόλυτη κι αυτή τη φορά με φουσκάλες στα πόδια και σκισμένα γόνατα...
Ανάβω τα κεριά μου και παίζω την ταινία μου ξανά. Βλέπω πώς μου χαμογελούσαν. Μπορώ να σου πω και τι σκεφτόταν ο καθένας. Ήξερα και πού με κοιτούσαν. Και γιατί.
Άβολα; Όχι. Αν κάποτε ένιωθα άβολα, ούτε που θυμάμαι σε ποιο χωροχρόνο ήταν. Άδεια; Δεν χρειάζεται να το ομολογήσω. Πώς είναι δυνατόν, μου είπε, να νιώθεις έτσι; Εσύ το επιλέγεις, μου είπε κάποιος άλλος. Σ’ αρέσει να αυτοκαταστρέφεσαι, ε; μου λέει μια άλλη φωνή μέσα μου...
Δε χρειάζεται να δώσω απαντήσεις. Ακόμη μια φορά στάζω τις αλμυρές μου στάλες στα χείλη και τις καταπίνω. Αναμεμειγμένες με λίγο απ’ όλα. Και λίγο απ’ όλους. Έχει σημασία η γεύση;
Και γιατί κάτι πρέπει να έχει σημασία;
.