Θα ήθελα σα στάλα να χυθώ, στο δοχείο της απόσταξης των ονείρων σου. Να ρίξω εσάνς απ’ τη γεύση μου και να εξαπλωθεί στα κύτταρά σου. Να εξαϋλωθεί βγάζοντας άρωμα καινούργιο. Ανακατωμένο με τις εκκρίσεις σου. Να φτιάξουμε υγρό αναρχικό που ρέει στα κρυφά τα μονοπάτια ανάμεσα απ’ τους αναστεναγμούς μας. Να σου ανοίξω δίοδο να βρεις χαμένες ορέξεις και να μυηθείς σε ανίερες ορμές. Αίσθηση σκληρή και σφιχτή, παλλόμενη σε μεμβράνη που ρουφά δυνάμεις και τις κάνει ακόμη πιο δυνατές. Έτοιμες να σκίσουν δίχτυα και να ανοίξουν παράθυρα σε κόσμους άλλους. Φανταστικούς. Και άπιαστους.
Θα ήθελα δυο στήθη να σου ακουμπήσω στις χούφτες. Να ξεχειλίζουν απ’ τα δάχτυλά σου, να απλώνονται στις παλάμες σου, να κουνιούνται με την κίνησή σου. Να λαχταράς να τα ζουλήξεις, να τα μαλάξεις, να τα στύψεις. Κι ύστερα να γευθείς κοκτέιλ με οξυγόνο. Με δόσεις μέθης, εξάρτησης, ζάλης. Κι ύστερα να χώσεις μέσα τους το πρόσωπό σου για να νιώσεις τη ζέστη τους. Να καταλάβεις το βελούδο τους. Να ακουμπήσεις το έλα τους.
Θα ήθελα δυο μηρούς να σου τυλίξω γύρω απ’ τη μέση. Να μαγκώσω το φεύγα σου. Να προδώσω το δήθεν σου. Να αναδείξω το είναι σου. Να φέρω το ναι σου βγαλμένο μέσα απ’ το βλέμμα σου. Απ’ την αμηχανία σου. Ή απ’ το θάρρος σου. Να δεις το ορμητήριό σου να παίρνει κατεύθυνση στο λιμάνι της τρικυμίας μου. Να χωρέσει η θέλησή σου στα κρυφά τα μονοπάτια. Να γίνει τορπίλη έτοιμη να ανατινάξει φρεγάτα που αρμενίζει. Βόμβα έτοιμη να εκραγεί σε οχυρό. Κεραυνός που ακολούθησε της αστραπής το φως και γήτεψε το λιβάδι που έπεσε.
Μα πιο πολύ απ’ όλα, θα ήθελα να φέρω λίγο αξημέρωτο πρωινό μέσα στο σούρουπο της νύχτας σου. Να διώξω την άπνοια και να ανακατέψω τα βλέφαρά σου με υγρασία απ’ το φεγγάρι. Να δώσεις ομίχλη στο άυλό σου για να φανεί ένα ακόμη περίγραμμα. Το περίγραμμα των ανείπωτων παθών που καθορίζουν το μέρος εκείνο της ύπαρξής σου που επιθυμεί να γίνει ένα ακόμη θέλω...
...μέσα στα θέλω μου...
.