Δίπλα απ’ το μαστιγωμένο θεριό που κουνάει τα κέρατά του θα στήσω σκηνή να παρακολουθώ τα ατοπήματά σου. Θα ντυθώ με το δικτυωτό ολόσωμο καλσόν που έκλεψα από μια πόρνη νύχτα την ώρα που επί πληρωμή εκδιδόταν με το χαώδες περιτύλιγμα του εξαφανισμένου ήρωα που ήσουν.
Κι ύστερα θα πιω σε κακοχυμένο ποτήρι δυο τζούρες χλεύη – θυμάσαι το βλέμμα σου σαν κοίταζες τα δολοφονήματά σου ανάμεσα απ’ τα πόδια μου; - και μεθυσμένη θα επιδοθώ σε όργια καταναλωτικής και άσκοπης μανίας, αγοράζοντας τριμμένα όνειρα για να τα σκορπίσω πάνω απ’ τον τάφο που θα χτίσω με τις σάρκες σου.
Μια ρίζα θα κάνω θηλιά για να κρεμάσω τη ρημαδιασμένη σου φωνή έτσι όπως σπαρταρά την ώρα που άγριο έρωτα σου κάνω μέσα στον κήπο με τα δεκατέσσερα αγκάθια - το δέκατο τρίτο είναι αυτό που χώνεται στην ανοιχτή πληγή σου. Μα υπομένεις το μαρτύριο, ανίκανος ν’ αντισταθείς στο 90C νούμερο του στηθόδεσμου που κρύβω τις δυο βόμβες που λαχταρούσες από καιρό να πυρπολήσεις.
Όποιος επιθυμεί σφοδρά να μπλέξει με το ανέφικτο, τότε με αίμα πληρώνει τη δίψα του για πλάσματα που αλλάζουν φορεσιές δαιμονικές...
.