Τον έβλεπα που προσπαθούσε να πατήσει το ένα του πόδι κάτω και να μείνει σταθερό. Να μη κουνιέται, να μη παίζει, να μη γέρνει. Ήθελε να σηκωθεί μόνος του απ’ την καρέκλα κι ας μην έδειχνε πως θα τα καταφέρει. Όμως εκείνος, ήξερε. Θα σηκωνόταν όρθιος. Και σηκώθηκε.
Οι νότες απ’ το ζεϊμπέκικο είχαν απλωθεί σ’ όλες τις μεριές της αίθουσας, μα έβλεπα πως αυτές που είχαν μπει μέσα του ήταν και οι πιο δυνατές. Ήταν εκείνες που του υπαγόρευαν το «σήκω». Και το χαμόγελο που είχε εδώ και ώρα στο πρόσωπό του έγινε πίνακας ζωγραφικής στα μάτια μου. Ενός ζωγράφου που αποφάσισε να απεικονίσει το «υπάρχω» σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια.
Πιο δίπλα ο φίλος του χτυπούσε παλαμάκια. Ήχος που έβγαινε μέσα από δυο αδύναμες παλάμες κι ένα σώμα ατροφικό. Καθισμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο από παιδί. Ποιος ξέρει το γιατί. Πάντα, άλλωστε υπάρχει ένα γιατί πίσω απ’ όλα. Κι είναι φορές, που κι αν το μάθεις δεν έχει νόημα. Γιατί το νόημα είναι αλλού. Είναι σ’ έναν αδύναμο χτύπο ενός «όπα» που κινείται μέσα από τη δύναμη της θέλησης.
Είχα κανονίσει για τον στολισμό της αίθουσας λόγω των ημερών και είχα κλείσει την ορχήστρα. Είχα οργανώσει την εκδήλωση για άλλη μια φορά. Για τους ανθρώπους εκείνους που χρόνια τώρα αντί να τους προσφέρω, νιώθω να μου προσφέρουν. Για εκείνους που μια άσχημη στιγμή, τους καθήλωσε σε μια καρέκλα. Για εκείνους που ένα δευτερόλεπτο, τους καθόρισε την υπόλοιπη ζωή. Για εκείνους που το πριν δεν τους είχε υποσχεθεί το μετά. Κι είπα να μη δακρύσω ετούτη τη φορά. Μα και αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα. Τουλάχιστον δεν με είδαν. Γιατί θα ντρεπόμουν αν μ’ έβλεπαν. Όχι για τα δάκρυά μου, μα δεν ήθελα να παρεξηγήσουν τον λόγο που καυτά άρχισαν να ξεχύνονται απ’ τα μάτια μου.
Τον κοιτούσα ώρα. «Ξέρεις, πώς το χόρευα αυτό πριν...» τον είχα ακούσει να λέει στον διπλανό του. «Το έφερνα σβούρες και...»
Και σηκώθηκε. Και πήγαινε το ένα βήμα δίπλα στ’ άλλο. Αδύναμο και παραστρατημένο. Όπως η ψυχή μας αν την αφήσουμε να λιποψυχήσει. Μα εκείνου η ψυχή ήταν τόσο φωτεινή που δεν σου πήγαινε το μυαλό ότι δεν οδηγούσε αυτή τα βήματά του. Έστω και μεθυσμένα...
Ακόμη ένας χρόνος έρχεται προς το τέλος του και νιώθω πως ενώ κάνω προσπάθειες να αλλάξω χώρο εργασίας, κάτι μέσα μου με κρατάει εκεί. Κάτι σ’ εκείνα τα βλέμματα, κάτι σε κείνα τα χαμόγελα όταν κάνουν ένα βήμα παραπάνω, κάτι σ’ εκείνες τις κινήσεις που δείχνουν δίψα για συνέχεια, με κάνουν να στέκομαι σε ένα κενό του χρόνου και να επαναπροσδιορίζω.
Τον τρόπο που σκέφτομαι, τους λόγους που πληγώνομαι, τα πράγματα που ζητώ, εκείνα που απορρίπτω, όσα με κάνουν να αναρωτιέμαι κι όσα με κάνουν να φοβάμαι.
Μα ότι κι αν γίνει, πάντα θα τους ευχαριστώ για το ότι δεν μ’ αφήνουν να ξεχνώ πως αξίζει να κοιτάμε τον ήλιο κατάματα κι ας στραβωνόμαστε, να είμαστε χωρίς ομπρέλα στη βροχή κι ας μουσκεύουμε ως το κόκαλο, να πηγαίνουμε με ένα βήμα πιο αργό για να παίρνουμε βαθύτερη ανάσα, να χαμογελάμε στο πουθενά χωρίς να σκεφτόμαστε αν θα μας πάρουν για τρελούς.
Κι ότι αξίζει να χαϊδεύουμε τις αισθήσεις μας όσο είναι ακόμα ζωντανές, να τραγουδάμε κι ας είμαστε φάλτσοι, να φωνάζουμε «ζήτω» γνωρίζοντας μόνο εμείς το λόγο, να λέμε «σ’ αγαπώ» κάθε ώρα και στιγμή γιατί...
...γιατί μπορεί να μην προλάβουμε να χορέψουμε ακόμη ένα ζεϊμπέκικο...
...έστω και μεθυσμένο...
.