Θα σε περιμένω απόψε...
Όταν όλα κοιμούνται. Όταν η ησυχία έχει απλώσει τα φτερά της κι η νύχτα έχει κατεβεί για τις βόλτες της. Θα σε προσμένω στο παραθύρι καθισμένη με τα παντζούρια ανοιχτά. Στο σπίτι του ανέμου. Εκεί που όταν ανοίγω την πόρτα έρχονται οι αέρηδες και παίζουν με το κορμί μου. Εκεί που όταν σβήνω τα φώτα μπαίνει το φως του φεγγαριού και τρέμει στην αναπνοή μου...
Θα σε περιμένω απόψε...
Με δυο νότες να ηχούν. Με δυο στάλες να πέφτουν στο ποτήρι και να φτιάχνουν μια λιμνούλα. Κόκκινη γλυκιά λιμνούλα. Απ’ αυτές που μεθούν μόνο και με τη σκέψη της μέθης. Και θα φορώ το μεταξωτό μου νυχτικό. Αυτό που είναι διάφανο. Που ακουμπούν τα στήθη μου επάνω του και το χαϊδεύουν. Που το κάνουν να κινείται με κάθε μου κίνηση. Που γλύφει κάθε μου ρίγος όταν σε σκέφτομαι...
Θα σε περιμένω απόψε...
Με τα σεντόνια μου στρωμένα για να υποδεχτούν εμάς. Για να αφήσουμε τα αποτυπώματά μας, την υγρασία και τους αναστεναγμούς μας. Να κρύψουμε στις πτυχές τους, τους ψιθύρους και τις σιωπές μας. Τα ειπωμένα και τα ανείπωτά μας. Τα θέλω και τα ναι μας. Τα τώρα και τα πάντα μας. Θα ανακατέψουμε τις ώρες να μπερδέψουμε τον χρόνο να μη βρει το ξημέρωμα τη θέση του...
Θα σε περιμένω απόψε...
Ιέρεια ναού έτοιμη για θυσία. Τη δική μου θυσία. Τη δική σου. Παράδοση κι εκπνοή. Εισπνοή και δρόμος. Φως και σκοτάδι. Ζωή και θάνατος. Κι ένα τιτίβισμα αηδονιού που προϋπαντά τον μήνα που με γέννησε. Με δίπλα μου εσένα. Και πάνω μου. Και κάτω μου. Και μέσα μου...
Μείνε...
Μείνε όσο θέλεις...
Μέχρι την επόμενη φορά που...
...θα αναστηθώ για να ζήσω μαζί σου ακόμη ένα βράδυ...
.