Σε λόφο έξω απ’ τη χώρα. Μακριά απ’ τη φτιαγμένη βοή και πιο πέρα απ’ τα πολλά στοιχεία που θέλουν πάτημα κουμπιών για να πάρουν μπρος. Με βήματα ξυπόλητα να ακουμπούν την ανάσα της γης που ανάδιδε μυρωδιά από θυμάρι. Με την αφή του ξύλου και την αίσθηση της επισ-τροφής σε γνωστά και άγνωστα εδάφη. Στη στέγη κάτι ξέμπαρκα κεραμίδια χαμογελούσαν σε δυο χελιδόνια που τα γυρόφερναν για να στήσουν φωλιά. Ένας ορίζοντας πεταμένος στην άκρη του οπουδήποτε με τη γραμμή του άλλοτε καθαρή κι άλλοτε σκεπασμένη με ομίχλη
(κρυώνουν οι ορίζοντες;)
και κάπου εκεί ένα λευκό κουνέλι
(να κάνει ματάκια)
πίσω απ’ τους θάμνους. Στεκόταν περιμένοντας(;) την αντίδρασή μου. Μα δε με λεν Αλίκη για να το ακολουθήσω. Εγώ ζητώ τις αστραπές. Τους κεραυνούς και τις βροντές. Κι όχι κουνέλια που σε στέλνουν στα έγκατα της γης.
Ένα πέταλο από κάποιο λουλούδι σκάλωσε στο χώρισμα ανάμεσα απ’ τα στήθια μου την ώρα που φύσηξε αγέρι. Σκάλωσε εκεί σαν στολίδι που ήταν πανέμορφο αλλά καθόλου φανταχτερό. ΄Ετσι όμως είναι μερικά πράγματα, γιατί δε γίνεται αλλιώς, φαντάζουν υπέροχα γιατί είναι τόσο προσωρινά. Την επόμενη στιγμή έκανα κάποια κίνηση και έπεσε στο έδαφος όπου έγινε εντελώς ανώνυμο ανάμεσα στα δεκάδες όμοιά του.
Αρχές Αυγούστου μ’ ένα φεγγάρι να κοντεύει να γεμίσει
(με τι γεμίζουν άραγε τα φεγγάρια εκτός από φως;)
και να περπατώ γυμνή ως την άκρη της βεράντας που φιλοξενούσε τις δια-κ-οπές μου. Κάτω ο κόλπος σε μιας θάλασσας το άνοιγμα. Γυναίκα θαρρείς, που ανοίγει τα σπλάχνα της να σου δείξει τα υγρά της βάθεια. Να σε καλεί να βουτήξεις να γευθείς αλμύρα μέχρι την επόμενη ανάσα που θα θελήσεις να πάρεις. Και να μου έρχεται να θέλω να πηδήξω από το ύψος του γκρεμού μου. Με μια αίσθηση απαλλαγής. Προσμονής. Πεθυμιάς. Εξερεύνησης. Αχ, κάτι ορμέμφυτα πάθη.
(πώς καταφέρνουμε καμιά φορά να τιθασεύουμε τις δυνάμεις μας;)
Μύρισε καφές κι ένα κερασί τσιγάρο. Γνώριμη αίσθηση. Αίσθηση του κάποτε. Και μια υγρασία να ξετρυπώνει φορώντας ρούχο διάφανο. Ένα έτσι να έκανα, θα μπορούσα ν’ αρπάξω το σύννεφο που είχε σταθεί μπροστά μου και να το στύψω στη χούφτα μου να στάξει πικραμύγδαλο.
(μάζευα βατόμουρα απ’ τις μάντρες κι έβαφα τα χείλη μου να γίνω μωβ…)
Κι όταν το πρώτο άστρο έβγαινε, νόμιζα θα πέσει μπρος μου να μου κάνει τα νύχια θαλασσί. Και με φανταζόμουν να του χαϊδεύω τα μαλλιά και να του τραγουδώ.
(το τραγούδι της ερήμου…)
Θυμήθηκα σκηνές, είδα φωνές, άγγιξα μυρωδιές, γεύθηκα νεύματα, φόρεσα πνοές. Έδωσα έναν ξυπόλυτο χορό, πρόσφερα δυο κομμάτια αναστεναγμού κι έσφιξα λίγη ζωή πάνω μου, ίσα για να της δώσω ακόμη έναν χτύπο απ’ της καρδιάς μου τα βάθη. Με τη λαχτάρα της μάνας γης που θέλει να δει τα κλωνάρια της να γίνονται κορμοί γεροί ν’ αντέχουν στα σκαμπανεβάσματα που κάνει το σύμπαν όταν θέλει να παίξει.
Κι έφτιαξα χρώμα καινούργιο. Όχι απ’ αυτό που παίρνει το δέρμα όταν αντιδρά σ’ έναν σαδιστή ήλιο, αλλά το χρώμα που παίρνει η ψυχή όταν ανακατώνεται με τις αισθήσεις.
Και γύρισα...ίδια και διαφορετική. Προσδιορισμένη και απροσδιόριστη. Χαμένη και κερδισμένη. Μ’ ένα χωρίς κι ένα μαζί. Ικανοποιημένη και ανικανοποίητη. Και με μια ακόμη από-φαση στων χειλιών μου την άκρη...
Να κρατήσω εκείνον τον παράδεισο που έφερα μαζί μου στην ψυχή...
...κι εκείνη την κόλαση στο αναστημένο μου το βλέμμα...
.