Σηκώθηκε που λες ο μαλάκας κι αφού έβγαλε απ’ τον κώλο του ένα κυπαρίσσι που ήταν ξεχασμένο εκεί απ’ το προηγούμενο βράδυ, έριξε μια ματιά στον δίμετρο ολόσωμο καθρέφτη του. Φτου σου παλικάρι μου πάλι αξύριστος είσαι, μονολόγησε, κι έπιασε τον μπαλτά να δρέψει δάφνες. Πάνω στο ξύρισμα ακούστηκε και το σκουπιδιάρικο στην γωνία μεταξύ της 34ης και 156ης οδού, κοντά στο μαγαζί που φτιάχνει όλο τον χρόνο ροζ κουραμπιέδες. Γαμώ τον άθεό μου μέσα, είναι δυνατόν τα σκουπιδιάρικα να σφυρίζουν την παπαλάμπραινα κάθε φορά που τρώνε χρησιμοποιημένες σερβιέτες;
Ο μαλάκας είχε αποφασίσει να είναι ήρεμος σήμερα, αλλά δυστυχώς η μέρα ξύπνησε μπρούμυτα. Κι όταν οι μέρες ξυπνάνε έτσι, μόνο κακά προμηνύουν. Κάκιστα κακά. Το λένε και οι γραφές. Θυμάστε τον μωάμεθ; Γεννήθηκε μια μέρα ανάποδη. Η τύχη του ήταν να ακούει φωνές και να σκαλίζει ταφόπλακες. Όξω από δω και μακριά.
Σήμερα θα πήγαινε να ζητήσει δουλειά στον δρόμο που κατουράνε οι πράσινοι ελέφαντες. Καιρό είχε να περάσει από κείνο το πλακόστρωτο και του είχε λείψει η μυρωδιά απ’ τις μπανάνες. Θα ζήταγε να επιδιορθώνει τους γλόμπους όταν κόβανε βόλτες στα ξέφωτα για να μη κάνουν αντανάκλαση. Ρε σεις, μερικοί γλόμποι, πολύ γυαλίζουν. Το έχετε παρατηρήσει;
Οι αρπαχτές που είχε κάνει τους προηγούμενους μήνες του είχαν επιφέρει ένα ποσόν που για το μόνο που έφτανε ήταν να καθαρίζει τις πατούσες του με κατράμι. Φτηνό το κατράμι, γι’ αυτό και το προτιμούσε. Τώρα κόντευε να του τελειώσει το ρευστό κι έψαχνε να ’χει κάτι για να κουδουνίζει στις τσέπες του. Ωραία αίσθηση να κουδουνίζουν οι τσέπες σου. Κάνεις τον καμπόσο όταν περνάς απ’ τους υπονόμους. Είναι κάποιοι αρουραίοι που τρελαίνονται για ήχους μεταλλικούς. Και σε παίρνουν από πίσω. Έτσι, έχεις κάθε ευκαιρία να τους αρπάξεις απ’ την ουρά και να τους πας βουρ για το καζάνι. Και κάνουν μια σούπα. Μα μια σούπα. Ο μαλάκας έτσι έχει μεγαλώσει. Ρουφώντας.
Με το που έφτασε στον δρόμο που λέγαμε, σταμάτησε απότομα. Το φεγγάρι είχε βγάλει τρία κέρατα εκείνη την ώρα κι ένα σύννεφο ξερόχυνε πάνω σε μια αγριόπαπια. Δυο πεταλούδες άλλαζαν νύχια κι ένας πούστης έπαιρνε πίπα σ’ έναν πύθωνα. Όταν αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν μαζί, τότε είναι να κάνεις το σταυρό σου. Θα ξεπηδήσει, λένε, ο σατανάς απ’ το κατώφλι της κόλασης και θα σου βγάλει τ’ άντερα. Θα στα περάσει απ’ το λαιμό και θα σε σέρνει στα πλακάκια. Κι ύστερα θα σου κλείσει το μάτι με τσαχπινιά. Αυτό θα είναι και η μέγιστη κατάρα. Ξέρεις τι είναι να σου κλείνει ο διάλος το μάτι; Εισιτήριο για τον αχέροντα. Χωρίς επιστροφή. Κι έτσι, ο μαλάκας μας αποσυντονίστηκε.
Του ’στριψε το ελατήριο λέμε. Μπέρδεψε τα μπούτια του και γύρισαν τα μάτια του έξι γύρους γύρω απ’ τον Δία. Μα ήταν ανάγκη να φτάσει εκεί εκείνη τη στιγμή; Μα σ’ αυτόν έπρεπε να λάχει το τοιούτον τι; Δε γαμιέται. Έτσι είναι με τους μουτζωμένους όμως. Φτάνουν πάντα τη λάθος στιγμή εκεί που δεν πρέπει. Αλλιώς πώς θα ’χε η πλάση να πλάσει ακόμη ένα ανέκδοτο;
Το θέμα είναι πως ο μαλάκας, λόγω του αποσυντονισμού, ξέχασε για ποιο λόγο πήγε εκεί. Και τη δουλειά θα την έπαιρνε άλλος. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει, ήταν να ξαπλώσει στη μέση του δρόμου και να τραβήξει μια ξεγυρισμένη μαλακία.
Εμ, τι μαλάκας θα ’ταν;
.