Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Ένα τίποτα ακόμα





Είχε πάνω της αυτή τη ρόμπα απ’ το πρωί που σηκώθηκε. Μικρά μωβ λουλουδάκια ατάκτως ερριμμένα (φράση που χρησιμοποιούσε συχνά ο πατέρας της και της ερχόταν στο μυαλό σε άσχετες στιγμές), πάνω σε μπεζ απαλό ύφασμα, κοντό μέχρι λίγο πάνω απ’ τα γόνατα με κουμπάκια μπροστά. Τα τρία πρώτα ήταν ανοιχτά καθώς και τα τρία τελευταία κι έμενε κουμπωμένη από τη μέση του στήθους μέχρι λίγο κάτω απ’ την κιλότα της.

Δουλειές του σπιτιού με το ραδιόφωνο να παίζει πότε λαϊκά, πότε ροκ παλιές επιτυχίες και καμιά φορά τα αγαπημένα της τζαζ. Σταθμός για όλα τα γούστα θα ήταν φαίνεται κι ότι πρέπει για παρέα στο σκούπισμα, καθάρισμα και μαγειρική. Μυρωδιά καμένου σκόρδου στην ατμόσφαιρα με καπνό από ένα τσιγάρο που σιγόκαιγε στην άκρη των χειλιών της, έτσι από συνήθεια. ΄Ενας καφές παραπέρα, συμπλήρωνε το σκηνικό δίνοντάς του την πρέπουσα κοινοτοπία σε τέτοιου είδους καταστάσεις.

Μέχρι το βράδυ ότι ήταν να γίνει, είχε γίνει. Όποιοι ήταν να μπουν στο σπίτι μπήκαν. ΄Οποιοι φώναξαν, φώναξαν. ΄Οποιοι ήταν να φύγουν, έφυγαν. Όποιοι ήταν να ανακατέψουν, ανακάτεψαν. Οικογενειακές καταστάσεις. Καθημερινά πράγματα όμορφης ή βαρετής ρουτίνας. Ζωή σε χαμηλή ταχύτητα. Ώσπου, επιτέλους, ήρθε το αργά...

Ένα φεγγάρι άναψε, κάποιοι πήγαν για ύπνο, μερικά φώτα έσβησαν, μισές ανάσες καληνύχτισαν κι άλλες μισές ούτε που ανέπνευσαν. Δυο τριξίματα, ένα βήξιμο κάπου μακριά κι ένα κορνάρισμα ταυτόχρονα, έφτιαξαν μια στιγμή χρόνου ανάμεσα σε μια παρένθεση. Κι η ρόμπα με τα μικρά μωβ λουλουδάκια ήταν εδώ και ώρα κολλημένη με τον ιδρώτα του γυμνού κορμιού που τη δεχόταν κι αυτή τη μέρα. Μάλιστα, είχε ανοίξει σε δυο σημεία ακόμα. Να, κάπου εκεί στη μέση...λίγο πάνω απ’ τον αφαλό. ΄Ισως και λίγο πιο κάτω...

Κάθισε στην πολυθρόνα με τα φώτα σβηστά και τις περίεργες ακτίνες απ’ έξω να πέφτουν πάνω της και να της γλύφουν την ανάσα. Μερικές τούφες κατρακυλούσαν στο λαιμό. Η γλώσσα της χάιδευε τα δυο της χείλη που ήταν στεγνά εδώ και ώρα. Διψούσαν. Μα όχι για νερό. Ούτε για κάποιο φτιαγμένο ποτό κλεισμένο σε μπουκάλι. Δε διψούσαν καν για κάτι το χειροπιαστό. Διψούσαν...για μια εικόνα. Την εικόνα που θα άφηνε να την πλησιάσει απόψε. Την εικόνα που είχε διαλέξει να συντροφέψει και τούτο της το νύχτωμα...

Άνοιξε όσα κουμπιά είχαν απομείνει σφαλισμένα, με κινήσεις απαλές μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο. ΄Εφερε το ένα χέρι πίσω απ’ το λαιμό τρίβοντας απαλά το σβέρκο της που το ένιωθε πιασμένο. Κι έγειρε το κεφάλι ακουμπώντας στο προσκέφαλο της ανάπαυλάς της. Άνοιξε τα πόδια. Όμορφη σκηνή για κάποιον που θα την κοιτούσε από μπροστά. Ή από πάνω. ΄Η από πίσω. Ή από δίπλα...

Μα επέλεξε να την κοιτάξει εκείνος. Η μορφή του ήρθε άυλη μέσα απ’ τις αντανακλάσεις που έκαναν τα φώτα του δρόμου πάνω στη τζαμόπορτά της. Η μορφή του που χωρίς να είναι συγκεκριμένη (ίσως γι’ αυτό) την άναβε όποτε τον έφερνε στο νου. Και τον άφησε να της κάνει ότι εκείνος επιθυμούσε. Ότι εκείνος ήθελε. Ότι εκείνος λαχταρούσε. Κι έτσι άρχισε να τον νιώθει...

Πρώτα απαλά...ίσα να καταλαβαίνει την αύρα του να πλησιάζει τη δική της. Να ενώνεται σε μια ανατριχίλα που της σήκωνε τις απαλές τρίχες του κορμιού της, που την έκανε να ριγά σε κάθε κίνηση του λεπτοδείχτη απ’ το ρολόι του τοίχου, που της ξυπνούσε τη δίψα ακόμη περισσότερο. Που την έκανε να περνά τη γλώσσα της ξανά και ξανά πάνω στα σαρκώδη χείλη της που δεν είχαν ίχνος από κραγιόν μα που φάνταζαν προκλητικά και γεμάτα πόθο. Τον ένιωθε να έχει έρθει κοντά της γονατιστός και να της αγγίζει τα μπούτια μαλάζοντας με τα δάχτυλά του την καυτή της σάρκα. Κι ολοένα να τα ανεβάζει και πιο πάνω...

Έπιασε το ένα της στήθος και το ζούληξε με δύναμη. Κι άνοιξε τα πόδια της περισσότερο. Έβαλε το ένα πάνω στο ένα χέρι της πολυθρόνας και το άλλο επάνω στο άλλο. Κι έφερε τη λεκάνη της μπροστά...ξεδιάντροπα...προκλητικά. Να του δείξει ότι ήθελε να του δείξει όλο το πρωινό. Ότι ήθελε για να τον κάνει να την αγγίξει όπως μόνο εκείνος ήξερε να την αγγίζει. Να την κάνει να αισθανθεί τόσο γυναίκα όσο είναι στην πραγματικότητα και που δεν μπορεί να της το βγάλει άλλος κανείς...

Τον ένιωθε να την κοιτά, να την εξερευνά, να μη μπορεί να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Να της δίνει ηλεκτρισμό και να την κάνει να μουδιάζει απ’ το βάθος του μυαλού της μέχρι ίσαμε το βάθος του κόλπου της. Πόσο λαχταρούσε αυτό το άγγιγμα, αυτή τη μετάδοση, αυτή την κοινή ένωση όχι μόνο των σωμάτων μα και κάτι του απροσδιόριστου που φτιάχνει το σύμπαν όποτε θέλει να σου δείξει πόσο μηδαμινός είσαι μπροστά στη μαγεία της στιγμής...

Πήρε στις δυο παλάμες το άλλο της το στήθος κι έγειρε μπροστά. Σαν να τον έβλεπε ολοζώντανο μπροστά της, του έδωσε την σκληρή ρόγα της στο στόμα του. Και τον ένιωσε να τη γεύεται αχόρταγα, σα μωρό που παίρνει την πρώτη του τροφή απ’ το πρόσωπο που του έδωσε ζωή μέσα απ’ τη ζωή της. Τον ένιωσε να τη ρουφά, να την πιπιλά, να την δαγκώνει, να την παίζει με τη γλώσσα του, βγάζοντας ήχους ανυπόμονους, βιαστικούς κι άλλοτε πιο απαλούς σα το κύμα που κάνει πίσω μετά το άγαρμπο και ορμητικό ξέσπασμά του σε βράχο της στεριάς...

Κι ύστερα...έβαλε το χέρι της πάνω στην φουσκωμένη της κλειτορίδα, χαϊδεύοντάς την κυκλικά, στην αρχή αργά κι ύστερα πιο γρήγορα μεταφέροντας την υγρασία της πάνω στα δάχτυλά της. Του χαμογέλασε δίνοντάς του στο στόμα τη γεύση της και άκουσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά καθώς της φιλούσε την παλάμη βάζοντάς την να του καλύψει όλο το πρόσωπο. Τα δάχτυλά του είχαν αρχίσει το δικό τους παιχνίδι στην υγρή της περιοχή, κάνοντάς την να βγάζει μικρούς ηδονικούς ήχους που θαρρείς πως έβγαιναν από όργανα που παίζουν οι νεράιδες στους καταρράκτες κάποιες νυχτιές με πανσέληνο...

Δεν άντεξε να καρτερά και του πήρε με μιας το κεφάλι ανάμεσα στα δυο της χέρια σπρώχνοντάς τον με δύναμη επάνω της. Εκείνος, σα να περίμενε την προτροπή της, έβαλε με σίγουρες κινήσεις τα χέρια του στους τροφαντούς της μηρούς και έχωσε τη γλώσσα του ανάμεσά της. Πινέλο ζωγράφου που βάφει καμβά με χρώματα άνοιξης. Βροχή που πέφτει σε λιβάδι διψασμένο για νάμα. ΄Ηλιος που απλώνει ακτίνες και καίει τις άσπρες πέτρες στα νησιά. Τυφώνας που κυκλώνει χωριά και τα σηκώνει στους πέντε ουρανούς. ΄Ενωση φθαρτών σωμάτων σε άφθαρτη ουσία. Χυμοί του παραδείσου με της κόλασης την κάψα. Σπασμοί ηφαίστειου σε δωμάτιο γεμάτο κόσμους...

Τον ένιωσε να βγάζει πίδακα καυτό και να της ποτίζει το κορμί. Να ξεσπάει φωνάζοντας το όνομά της. Να γίνεται ποτάμι ανάμεσα στις χαράδρες της. Του έδωσε το ξέσπασμα της μέρας της, φτιάχνοντας χώρο ανάμεσα σε δυο μέρες μιας ακόμη εβδομάδας. Ανάμεσα σε χρόνους που μετρούν οι άνθρωποι μα τις γεύονται οι αναλαμπές. Ανάμεσα σε ήχους χορών χωρίς καθορισμένα βήματα. Και έγιναν μια λίμνη κοινή που είχε νου, λαλιά και σιωπή όση αρμόζει στο τίποτα για να συνεχίσει να φτιάχνει...

...ένα τίποτα ακόμα...


.