Κυριακή 17 Αυγούστου 2008

Με "υ"



Την παρατηρούσα για ώρα. Φορούσε τζιν κοντή φούστα κι ένα μπουστάκι μαύρο. ΄Ισα που κάλυπτε το στήθος της που φαινόταν προκλητικό, χωρίς σουτιέν, με τις ρόγες μεγάλες και στητές. Πέδιλα δεμένα με κορδέλες χιαστί μέχρι τους αστραγάλους και μαλλιά λυτά στους ώμους. Λίγο κραγιόν διάφανο στα χείλη κι εκείνον τον συνδυασμό πονηράδας και αθωότητας στο βλέμμα που αναστατώνει.

Λικνιζόταν στους ρυθμούς ενός μάμπο και ήξερε πως ορισμένα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω της. Φαινόταν να το διασκεδάζει, μα ήταν σαν να είχε χτίσει ένα προστατευτικό πλέγμα με την ένδειξη «ως εδώ», ορίζοντας μια νοητή διαχωριστική γραμμή γύρω της.

΄Εσκυψα κι έπιασα το μαντίλι που φορούσα στη μέση. Είχε λυθεί κι ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Είδα το βλέμμα της πάνω μου. Δεν ήταν φευγαλέο. Δεν ήταν περίεργο. Δεν ήταν διάφανο. Είχε νόημα. Είχε χαμόγελο. Είχε πρόσκληση. Και πρόκληση.

Προχώρησα, και με τους δικούς της ρυθμούς την πλησίασα. ΄Εγλυψε τα χείλη της και τίναξε πίσω τα μαλλιά. ΄Εκανε μια στροφή γύρω μου κι ένιωσα την ανάσα της να με τυλίγει. «Την πουτανίτσα», σκέφτηκα κι έπαιξα το παιχνίδι της. Πέρασα το μαντίλι μου στον λαιμό της και την έφερα πάνω μου. Τα σώματά μας σε κίνηση κυκλική, με κοινή φορά και τα βλέμματά μας ενωμένα. Χάιδεψα το μαντίλι κι έπαιζα με τις άκρες και τις μέσες του. Και μετά, ακουμπούσα τα σημεία του σώματός της μ’ αυτό. Πίσω απ’ την πλάτη, πάνω στο στήθος, σφιχτά γύρω απ’ τους γοφούς.

Μισάνοιξα τα χείλη μου και κούνησα τους ώμους. Και οι λάμψεις απ’ τα γύρω φώτα έγιναν πιο αχνές. Κι η μουσική γινόταν πιο απόμακρη. Κι οι φωνές έμοιαζαν να έρχονται από κάπου μακριά. Κι ο χρόνος φάνταζε να κοντεύει να μείνει μετέωρος.

΄Εβαλα το χέρι μου πάνω της και της χάιδεψα τους μηρούς. Ακούμπησε τον λαιμό μου με την ανάστροφη της παλάμης της. Και μερικές στάλες ιδρώτα κύλησαν ανάμεσα απ’ το χώρισμα του στήθους της, που χάθηκαν στα βαθιά ή εξατμίστηκαν απ’ την κάψα της. Και μια υγρασία ανάμεσα απ’ τα πόδια μου, να αποδίδει στην καύλα εκείνο το «υ» που την κάνει να ακούγεται πιο ολοκληρωμένη.

Κι όταν οι νότες σταμάτησαν, κι όταν κατέβασα την μπλούζα μου, που δεν θυμάμαι πότε είχε σηκωθεί, κι όταν εκείνη μου έκλεισε το μάτι φεύγοντας νωχελικά, γύρισα εκεί που ήμουν πριν. Και κάθισα σταυροπόδι πάνω στο τραπέζι. Μ’ ένα βλέμμα στο αλλού και μια διάθεση φευγάτη. Με το μαντίλι δεμένο στον καρπό να ανεμίζει με τις κινήσεις μου.

Και κοίταζα αυτόν που είχε έρθει μαζί μου εκείνο το βράδυ, να χάνεται στο σκοτάδι...

Εκείνος το έγραφε με «β»