Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

So s(h)ame...




Κι έβαλα ένα μαντίλι πάνω στη λάμπα. Κόκκινο. Για να φαντάζουν όλα θελκτικά. Ζεστά. Για να ’χουν το κάλεσμα. Για να παίρνουν χροιά πλάνης. Γεύση από μυστήριο. Κι έφτιαξα και μια ζωγραφιά και την έβαλα στο μικρό σαλόνι. ΄Εδειχνε ένα άλογο λευκό να καλπάζει δίπλα από μια ρεματιά. Και ν’ ανεμίζει η χαίτη του. Μετά, έστρωσα ένα τραπεζομάντιλο που του είχα κεντήσει τα τελειώματα με δαντέλα. Πάνω του έβαλα λίγο ψωμί και δυο ποτήρια. Κι ένιωσα και μια μυρωδιά να βγαίνει απ’ το φουρνάκι. Το φαγητό που θα του άρεσε, σκέφτηκα, έτσι θα μυρίζει.

΄Υστερα, έφτιαξα νότες και τις κρέμασα απ’ το ταβάνι. Με κάθε πνοή του αέρα, εκείνες θα έπαιζαν τη δική τους μουσική. Διαφορετική κάθε φορά. Γιατί ο άνεμος είναι μαέστρος περίεργος. Αλλάζει τον σκοπό, όποτε εκείνος θέλει. Μετά, μισάνοιξα τις κουρτίνες. Τους έβαλα και ένα κοχύλι σε κάθε πλευρά για να φαντάζει όμορφο το σχέδιο που έκαναν με το παραθύρι. Από κει, θα φαινόταν η θάλασσα. Και το ηλιοβασίλεμα. Και η ανατολή. Αχ...και το φεγγάρι που εκείνη τη βραδιά θα ’ταν ολόκληρο. Και πορτοκαλί. Και οι ανταύγειες του θα έπεφταν στο νερό και θα ’δειχναν δρόμους της ψυχής. Και θα τους βλέπαμε μαζί.

Τέλος, βούτηξα γυμνή στην αλμύρα. ΄Ηθελα να ’χω πάνω μου άρωμα από Καλοκαίρι. Κι άφησα αχτένιστα τα μαλλιά μου. Γιατί μου ’χαν πει πως μου πάνε έτσι. Και ήθελα να με έβλεπε κι εκείνος ανεπιτήδευτη. Απέριττη. Αγνή, αν γινόταν. Και κάθισα να περιμένω. Κι όταν είδα τη φιγούρα του από μακριά, σάλεψα. Σηκώθηκα κι οι παλμοί της καρδιάς μου κόντεψαν να μου πνίξουν το λαιμό. Τέτοια αγωνία είχα για τη συνέχεια.

Κι άκουσα τον χτύπο στην μικρή την πόρτα με το πόμολο που το ’χα γυαλίσει με την ανάσα μου. Κι έτριξε το πάτωμα την ώρα που πήγαινα να ανοίξω. Κι από μακριά ακούστηκε μια βοή. Κι ένας αέρας άρχισε να ’ρχεται και να ανεμίζει τις κουρτίνες μου. Κι όσο προχωρούσα, τόσο πιο δυνατός γινόταν. Κι όσο πλησίαζα, τόσο τον ένιωθα να φέρνει κάτι το απροσδιόριστο που μου πάγωνε τα βήματα. Μα επίμονα, προχωρούσα.

Και την ώρα που άνοιγα την πόρτα, το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν ένα τρομαγμένο βλέμμα να κοιτά κατά πίσω. Κι ένα κύμα να γίνεται βουνό και να ’ρχεται θυμωμένο και επιβλητικό. Ορμητικό και απότομο. Δυνατό και άγριο. Να κάνει αυτό για το οποίο είναι προορισμένο. Να χυθεί...να ξεσπάσει...και να γκρεμίσει ακόμη ένα παλατάκι που έχτισα στην άμμο...