Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Κανείς!




Δε μπορείς γιατί απλά δε μπορείς. Δε μπορείτε απλά γιατί δε μπορείτε. Είναι εύκολο, αγαπημένα μου, να λέτε πως θέλετε να βάλετε, να ακουμπήσετε, να σπρώξετε, να ακινητοποιήσετε μια γυναίκα Γυναίκα γυναίκΑ σ’ έναν μαντρότοιχο στη βροχή μα τρομερά αξιολύπητο όταν έρχεται εκείνη η ώρα και ψάχνετε για ομπρέλα. Και το παράδειγμα δεν είναι επί του συγκεκριμένου. Το παράδειγμα αφορά και άλλα. Δε μπορείς, δε μπορείτε, δεν είστε καν ικανοί, μωρά μου να είστε Εκείνοι που επιθυμείτε, που θα θέλατε, που ελπίζατε, που νομίζετε, γιατί απλά δεν είστε. Κι ούτε θα γίνετε.


Το ζούληγμα, το κοντά, το τώρα, το-μη-μιλάς-γιατί-είμαι-εγώ-εδώ, αφού το δείτε σ’ ένα καλό όνειρο, δεν έχετε τ’ αρχίδια να το ζήσετε ούτε καν σαν εφιάλτη. Κι ύστερα να ψάχνετε ένα καλό σίδερο να σας σιάξει την τσάκιση. Της αγρύπνιας, της ανησυχίας, του κόμπου στο λαιμό, του παλμού εκεί στα χαμηλά, της αναστάτωσης, της Καύλας.


Ναι, σιγουράκια μου. Ναι, καλοβολεμενάκια μου. Ναι, απαθή πλασματάκια των όξω-από-δω- επιθυμιών μου. Ναι, χλιαρένιοι μου...





Σας παίζω, επειδή μπορώ!


.