Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Όταν φυσούν οι σκέψεις



Γράφω: Είχε κατέβει στην παραλία το σούρουπο με το βιβλίο της στο χέρι. Δεν το διάβαζε. Το έχει διαβάσει άλλωστε πολλές φορές. Το πήρε μαζί της για συντροφιά. Το μεσημέρι είχε τραπέζι στο σπίτι της σε κάτι φίλους. Ένα ζευγάρι που γνωρίζονταν εδώ και χρόνια.΄Ετσι δεν τέθηκε θέμα παρεξήγησης που μετά το γεύμα κατέβηκε μόνη της για βόλτα. Την ξέρουν δα! Τις τάσεις για απομόνωση τις έχει εδώ και καιρό. Κι είναι ολοφάνερο, ότι κάτι την βασανίζει τελευταία.

Σκέφτομαι: Μη ξεχάσω να βγάλω το κοτόπουλο απ’ την κατάψυξη. Και να κλείσω την μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Να βγάλω έξω τα σκουπίδια. Να κάνω μπάνιο ή ντουζάκι; Να σταμάτησε η βροχή άραγε; Όμορφη αυτή η νεράιδα τελικά που κρέμασα στον τοίχο...

Γράφω: Η σχέση της δεν έχει την φλόγα που είχε στο παρελθόν. Εκείνος ήταν άνθρωπος που ήθελε πια να αράξει. Αλλά όχι εκείνη. Όχι ακόμη. Εκείνη ονειρευόταν να καβαλάει άλογα και να ανεμίζει το φουστάνι της στον άνεμο. Να της μουσκεύει η καταιγίδα τα μαλλιά. Να επιθυμεί να γελάσει ξανά με τον τρόπο που γέλαγε όταν ήταν παιδί. Εκείνος, αν και κοντά στην ηλικία της, ήθελε την ησυχία και το πρόγραμμά του.

Σκέφτομαι: Αύριο στις έξι έχω να πάω οδοντίατρο. Να μαζέψω και τα ρούχα απ’ το μπαλκόνι. Να ξεστολίσω επιτέλους και το δέντρο. Και να πάρω τηλέφωνο την μαμά γιατί θα μου παραπονιέται πάλι. Να προσπαθήσω να μη καταλάβει τίποτα. Τις προάλλες μου είπε πως με άκουσε κλαμένη. Πώς θα αποφύγω να της τα λέω όλα ακόμη;

Γράφω: Τους άφησε να πιουν τον καφέ τους στην πίσω βεράντα κι εκείνη κατέβηκε στη γαλάζια θάλασσα. Τι καινούργιο έχει να πει άλλωστε μαζί τους; Τα ίδια και τα ίδια. ΄Ηταν μια θαυμάσια ευκαιρία αυτή η απογευματινή βόλτα να σκεφτεί εκείνον τον νεαρό που είδε στο κατάστημα με τα είδη ψαρικής τις προάλλες. Είχε πάει να πάρει δολώματα ,μιας και το ψάρεμα ήταν το αγαπημένο της χόμπι, κι εκείνος ήταν εκεί. Κοίταζε κάτι καλάμια και ρώταγε πού έχει πέρασμα για ψάρι. Επισκέπτης σ’αυτή την περιοχή, είχε έρθει για λίγες μέρες με κάτι φίλους, όπως τον άκουσε να λέει στον μαγαζάτορα, που από περιέργεια του είχε πιάσει την κουβέντα, μιας και είδε ξένον στην πόλη.

Σκέφτομαι: Μ’ άρεσε που μου κράτησε ο Ανέστης το χέρι προχθές. Λες να σκέφτεται για μένα διαφορετικά; Λες; Μπα...αφού είμαστε μόνο φίλοι. Μα και πάλι...χμμ...αφού μου είπε πως ψάχνει για κοπέλα. Μα όμως σαν κάτι να...ουφ...τι χαζή που είμαι ώρες ώρες...

Γράφω: Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν όταν εκείνη πήγε στο ράφι με τις πετονιές. Την κοίταξε έντονα και ένιωσε μια παράξενη ταραχή. Να ’φταιγαν τα αχνά πράσινα μάτια του; ΄Η εκείνο το μυστηριώδες χαμόγελο που ήθελε να σημαίνει πολλά; Λες να αρέσει ακόμη; Της ήρθε έντονα η επιθυμία να το διαπιστώσει. Και βρήκε τον τρόπο…

Σκέφτομαι: Δεν θέλω να πάω στη δουλειά αύριο. Βαρέθηκα. Νυστάζω. Δεν θέλω να δω κανέναν. Θέλω ένα πρωινό να το περάσω μόνη μου στο κρεβάτι. Να φτιάξω καφέ και να τον πιω κάτω απ’ το πάπλωμά μου. Χωρίς να έχω τα φώτα αναμμένα. Γαμώτο. Πάλι αυτή η ενόχληση. Φοβάμαι. Αφού πήγα στον γιατρό. Όμως ανησυχώ ακόμη. Φοβάμαι...

Γράφω: Τώρα σ’ αυτήν την παραλία με το ζεστό αεράκι να την χτυπά στο πρόσωπο, σκεπτόταν την αυριανή συνάντηση μαζί του. Θα πήγαινε να την βρει στο πέταλο που κάνει η στεριά λίγο πιο κάτω, περίπου πεντακόσια μέτρα απ’ τη στροφή του δρόμου. Είναι το αγαπημένο της μέρος για ψάρεμα. Θα του έδειχνε και πώς να περνάει το δόλωμα, καθότι εκείνος το έκανε για πρώτη φορά.

Σκέφτομαι: Αν αρχίσω γυμναστήριο τώρα, πιστεύω μέχρι το Πάσχα να είμαι σε φόρμα. Να βάλω κι εκείνο το κολλητό παντελόνι που το φοράω μέσα από τις μπότες τις ψηλές. Θα βάψω και τα μαλλιά μου κόκκινα ξανά. ΄Η να τα αφήσω μαύρα; Μμμμ...Κι αν κάτι έχει συμβεί μέχρι τότε και τα σχέδια μείνουν σχέδια; Φοβάμαι γαμώτο...

Γράφω: Αγωνιούσε από το πρωί για την αυριανή συνάντηση. Ίσως να έβαζε την λευκή αεράτη της φούστα που είχε να την φορέσει από πέρσι το Καλοκαίρι. Της πήγαινε τέλεια. Κι όταν φυσούσε σηκωνόταν μέχρι πάνω απ’ τα γόνατα. Ναι! Τη λευκή μακριά φούστα θα φόραγε. Και θα ’βαζε και αχνή πράσινη σκιά πάνω στα βλέφαρά της για να ταιριάζει με τα μάτια του.

Σκέφτομαι: Να ξέρει άραγε ο Θάνος πως τον σκέφτομαι συνέχεια; Να ξέρει πως τσεκάρω το τηλέφωνό μου για μήνυμά του; Νιώθει πως τον θέλω; Κι αν ναι; Τότε...τότε...γιατί ακόμη δεν μου έχει πει κάτι; Λες να μην θέλει; Γιατί δεν μου απαντάει; Κι αν...

Σταματάω. Ξαναδιαβάζω. Κάνω save το κείμενο. Το διήγημα συνεχίζεται.


Σκορπώ τις σκέψεις.


Ως πότε θα συνεχίζομαι;


.