Φόρεσε τον μανδύα του και βγήκε νύχτα. Κάλυψε το πρόσωπό του με μια κουκούλα και χύθηκε στο υγρό πλακόστρωτο (…ήρθες εκείνο το βράδυ φορώντας το χαμόγελό σου…).Οι λάμψεις απ’ το φεγγαρόφωτο έριχναν ανταύγειες ασημένιες στις λίγες στάλες που είχαν απομείνει απ’ τη βροχή που είχε πέσει εκείνο το απόγευμα. Προχωρούσε γρήγορα και σταθερά με μεγάλα βήματα, γνωρίζοντας την κατεύθυνση (…σταμάτησες στο ίδιο μέρος που με συναντάς πάντα…).
Μέρες την παρατηρούσε που ξεντυνόταν στο φως της λάμπας της πίσω απ’ τις κόκκινες κουρτίνες. Αργά, νωχελικά, τελετουργικά, έβγαζε ένα ένα τα ρούχα της κι έμενε γυμνή στο άδειο δωμάτιο (...σε μάγεψαν οι λέξεις μου κι ο ήχος της σιωπής μου...).Η φιγούρα της, μια σκιά που διακρινόταν στο δρόμο κι αυτός κάθε βράδυ, την ίδια ώρα, ακουμπισμένος στη γωνιά του δρόμου να κοιτά προς το μέρος της με όλες του τις αισθήσεις σε έξαρση (...ακόμα έχω μέσα μου εκείνο σου το βλέμμα...).
Πάλευε με τον εαυτό του εδώ και κάμποσους μήνες. Πάλευε ν’ αντισταθεί σ’ αυτό το πρωτόγνωρο γι’ αυτόν και άγριο ένστικτο, προσπαθώντας να αψηφήσει όλα τα σημάδια που έδειχναν αυτό που είχε μέσα του (...είπες πως ήσουν έτοιμος να προχωρήσεις...).΄Εμπηγε τα νύχια του στο δέρμα του, αντιστεκόμενος σε μια εξέλιξη απ’ την οποία ήξερε πως δεν θα μπορούσε να ξεφύγει, ύστερα από εκείνη τη βραδιά που έμελλε να αλλάξει όλη την υπόλοιπη ζωή του (...πως είχες αφήσει πίσω σου το παρελθόν...).
Κι απόψε όλο του το κορμί, του υπαγόρευε την επόμενη κίνηση.
Το φως στο μικρό δωμάτιο έσβησε κι ένιωσε το γυναικείο της άρωμα να βγαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο. ΄Ανοιξε τον μανδύα του και βρέθηκε δίπλα στο αντικείμενο του πόθου του που τόσες νυχτιές τώρα τον αναστάτωνε (...μου είπες τα μυστικά σου... κι ήθελες να μάθεις τα δικά μου...).Γονάτισε κοντά της και την κοίταξε. Κοιμόταν ήρεμα. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε απαλά σε κάθε της αναπνοή. Της χάιδεψε το μάγουλο και πλησίασε (...με πλησίασες...). Έσκυψε πάνω απ’ τον λευκό της λαιμό παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και έμπηξε αργά αργά τα δόντια του στην απαλή της σάρκα. Το ζεστό της αίμα κύλησε στα χείλη του κι άρχισε να το γεύεται ηδονικά (...όμως δίστασες....).
΄Υστερα, τρέμοντας απ’ αυτή την εμπειρία της πρώτης του φοράς, μα συνάμα ικανοποιημένος απ’ την αίσθηση του αναζωογονητικού υγρού που έτρεχε μέσα του, έφυγε όπως ήρθε (...απομακρύνθηκες...). Σιωπηλά, γρήγορα και σταθερά. Καλυμμένος με τον μανδύα του, πατώντας στις λίγες ασημένιες στάλες που είχαν απομείνει απ’ τη βροχή που είχε πέσει εκείνο το απόγευμα (...κι ακόμα βρέχει...).
.