Το Ένα. Κάπου μήνας που παίζει το μάτι κάπου εκεί στο βλέφαρο. Κονταροχτυπιέται το μέσα με ό,τι κι αν είναι αυτό που κοιτά και πώς το μεταφράζει. Σημάδι, λέει. Καλό, κακό το ίδιο κάνει. Δε γαμιέται. Στην άλλη στροφή είναι η χαράδρα και με φούστα ασήκωτη τις ώρες μετρώ. Τους χτύπους, τους ήχους, τις φωνές. Σπάστα, φύγε και ξαναέλα. Χόρεψε, στάσου, ξέσπασε. Κι αυτή η τρώγλη που ροκανίζεται ολοένα και ξεφτά. Μα κοίτα κάτι ουρανούς. Θέλουν ακόμη να έχουν το χρώμα της γαλήνης και πώς να μου ταιριάξει? Ψήνω στα κάρβουνα μια σιωπή και καταπίνω το γλυφό μου. Δεν έχει γεύση ετούτος ο καημός.
Το Δυο. Ντύσου κι έλα, μου είπε μια φωνή και ξεσπάθωσα. Θυμήθηκα πως ερχόταν και δεν έφευγα εγώ. Γιατί τώρα θα πρέπει να ντυθώ για να οδέψω? Έσπασε κι εκείνος ο θερμοσίφωνας που πλένει τα λιωμένα. Γέμισε νερά η θλίψη μου και πώς να τη στεγνώσω? Με νοτισμένο τον καιρό μόνο σύννεφα ξεπλένω. Δε γίνεται σου λέω να με φτιάξεις. Σπασμένη κούκλα άνευ βιτρίνας για μπανιστήρι. Γείτονας έγινε και η αστραπή. Τουλάχιστον αυτή με ξέρει.
Το τέσσερα. Το τραγούδι μας απ’ το πρωί ακούω και δεν στέρεψα ακόμη. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γιορτάσω. Χωρίς σαμπάνια σε μέρα στεγνή. Εις υγείαν του περιτυλίγματος που δεν είχες. Γι αυτό μ’ αρέσεις ακόμη. Σε γουστάρω, ξέρεις. Μα έχω χρόνια να στο πω. Ίσως, επειδή δεν έχεις φύγει. Ναι, ίσως αυτό να είναι. Που εξ’ αναβολής, ακόμη παραμένεις παιδί. Ίσως γι’ αυτό να έφυγα εγώ. Ίσως γι’ αυτό ακόμη να με ορίζεις.
Χωρίς το τρία.