Και πώς να το ελέγξω? Και πώς να πω ένα στοπ και ως εδώ? Εύκολο μοιάζει μα δεν είναι. Κι αν κολλάς, κόλλησες. Σε σκέψεις, σε αιτίες, σε αφορμές. Σε αναίτια, σε άγαρμπα, σε μη ουσιώδη. Κι εκεί είναι που αποτελειώνεις ακόμη ένα σου δέρμα. Που σκοτώνεις κάθε αυθύπαρκτη ύλη που σε περιβάλει. Που αυτοκτονείς σέρνοντας τη θηλιά ως την επόμενη στροφή. Εκεί το τσιγκέλι είναι πιο σίγουρο, φαντάζεσαι, και προχωράς με βήματα βαριά για ακόμη μια χαώδη σπηλιά. Η πρώτη τρύπα κάνει τη διαφορά κι αν χωρέσεις, χώρεσες. ΄Υστερα η πτώση φαντάζει εύκολη. Δελεαστική, σχεδόν ηδονική.
Σ’ αρέσει αυτό, ε? Το έχεις ακούσει κάμποσες φορές και άλλες τόσες θες να ξεσκίσεις πρόσωπα και πράγματα. Γιατί διστάζεις? Γιατί αναβάλλεις? Γιατί κατηγορείς? Δεν είναι ο χτύπος των δώδεκα ξημερωμάτων που σε κάνει να σηκωθείς απ’ τα βαριά σκεπάσματα, μα η υποχρέωση του ανεκπλήρωτου οδυρμού που νιώθεις πως πρέπει να τον περπατήσεις. Κι είναι κι εκείνες οι φωνές που παρακαλούν για θρέψη. Και πώς ν’ αφήσεις το ένστικτο κλεισμένο στο σελοφάν της περιέργειας?
Μίλησαν για έκτακτο καιρό και γδύνομαι ώρες τώρα. Τι έκτακτο είναι αυτό που το προαναγγέλλουν μέρες και ώρες πριν? Βαρέθηκα την ανάλυση και περιμένω τη βροντή. Να με αναστήσει. Να με θεριέψει. Να με κάνει να ακουστώ στα χίλια σύμπαντα. Να φωνάξω χωρίς να εξηγώ. Με το βλέμμα της τρελής να διαλυθώ. Κι ύστερα όμοια να ξαναγεννηθώ.
Πόσο με μισώ…