Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Σκέφτηκες…?

photo by Dimitris Apostolou

Στα χέρια μου παρατηρώ εκείνη τη μικρή ξύλινη βοσκοπούλα. Στο τζάκι επάνω να ανασαίνει καπνούς. Να έχει τα φουστάνια της μακριά και κόκκινα τα μάγουλα. Και μου έρχεται στο νου το παραμύθι με τον καπνοδοχοκαθαριστή. Που ήθελε να τη σώσει απ’ τον άλλον, εκείνον, τον πιο πέρα που δικιά του την ήθελε. Και εκείνη επιθυμούσε να βγει έξω στη στέγη μαζί του να πιαστούν χέρι χέρι. Κι ύστερα θέλω να την πατήσω κάτω. Να την γδύσω, να την σπάσω, να τη λιώσω. Να μεταποιήσω το παραμύθι της και να το μαυρίσω. Σχεδόν ανίερο να το κάνω. Και να το θάψω σε μια στεγνή πραγματικότητα. Που οι ευχές ενσαρκώνονται σε κατάρες. Που παίρνεις αυτό που μέσα σου αποζητάς και εύχεσαι ποτέ να μη το έχεις. Γιατί όταν οι ουρανοί είναι ανοιχτοί δε σου έρχεται μόνο βροχή. Σου έρχονται και πέτρες κατακούτελα. Να σκίζουν τη σάρκα σου σε οχτακόσια δώδεκα κομμάτια και να πετιέται στα περαστικά πουλιά να την τσιμπολογούν. Εκεί να δεις τι ηδονή που έχει η λαχτάρα της τελευταίας σου πνοής. Να παρακαλάς για θάνατο κι αυτός να σου υψώνει το μεσαίο δάχτυλο χάσκοντας. Όχι μωρή πουτάνα, εδώ θα κάτσεις ακόμη.

Δεν είναι που αποζητώ το έλα σου, μα είναι που επιμένω στο παρόν χωρίς μια δόση χαμόγελου. Υστερικό κομμάτι ενός ξεπερασμένου εαυτού χωρίς κλειδωνιά για το ανείπωτο. Να χάσκει η πόρτα της ψυχής και να μπαινοβγαίνουν αέρηδες με κόκκινα πουκάμισα. Να γραπώνονται από την κόψη του βλέμματός μου και να βαράνε παλαμάκια. Ένα για το δώσε, δύο για το δες, τρία για το σκύψε λίγο παρακάτω. Αχ τρείς στροφές να φέρω γύρω απ’ το σκοινί και να γίνω παράνοια να με κάψεις. Κι άλλες δυο κουτρουβάλες απ’ του ματιού μου το ρυθμό, να μη ξεχάσω τα χαμόγελα που αγάπησα. Όταν γίνω γη ξανά, θυμήσου με. Στοιχειό θα μείνω.

Βλέπω εκείνο το ξερόφυλλο δίπλα μου και δεν το αγγίζω. Θέλω να θυμάμαι τον ήχο που έκανε όταν ήξερα να αφήνομαι. Εκείνο το σκριιτςς που έσκαγε στην παλάμη και σήκωνε κύμα. Που έχυνε απόχρωση αναίτιας ανάσας. Που έφτιαχνε σύμπαν μες το σύμπαν για να πετούν αερικά. Δε θέλω να αλλάξει αυτός ο ήχος. Ξέρετε, τον ακούω κάθε που βραδιάζει. Σα ποντίκι που ροκανίζει το παράλογό μου. Σαν αράχνη που σπάει το καβούκι του θύματός της για να ρουφήξει ζωή. Σα σαράκι που τρώει τα σωθικά μέχρι να γίνουν πεταλούδες.

Κι ύστερα μου λες για αγάπη.

Σκέφτηκες πως θα χαθείς κι εσύ μαζί μου?