Στο δωμάτιο με τις πράσινες λειχήνες και πάλι ξάγρυπνη υπομένω. Ανάλαφρη ενοχών, ιδεών και προσμονών στέκομαι παραστρατώντας στο κενό. Με το ένα πόδι στον τοίχο και το άλλο στην όχθη την απέναντι, χαμογελώ στο τίποτα. Του νερού η κίνηση δε με τρομάζει. Δεν παρασέρνει η μια βροχή την άλλη. Μόνο ψίθυρους της δίνει. Κι αφήνομαι.
Τα χέρια πίσω από την πλάτη, σε μια ιστορία άνευ θρέψης. Σκισμένα τα σωθικά στο γλείψιμο του ανέμου, μα έτσι τους πρέπει. Να φωνάζουν λύτρωση και εκείνη να αλείφει ακόμη μια χαραγματιά με φλόγα. Έτσι μ’ αρέσουν οι αλλαγές των ορμών. Ξέσκεπες.
Κάτω μου ορυμαγδός. Χέρια αόρατα σε μια προσπάθεια να φέρουν το ανάλαφρο σε τούτη τη γη. Να το χαϊδέψουν, να το βαφτίσουν με μύρο κι ύστερα να το καταπιούν αμάσητο. Στης βαθιάς κάθαρσης το ύφος, κανείς δεν ταλαντεύεται. Μόνο, υποκλίνεται και γδύνεται εποχών.
Θα ήθελα να ψελλίσω ελεύθερη μα κάπου σκοντάφτει το ρο του έρωτα. Χαμένο μέσα σε θρόμβους ανυπαρξίας, ρουφιέται στου χρόνου τα τερτίπια. Και βάφεται με σιωπή. Λυμένη από παντού κατεβαίνω μισό μέτρο στο ανίδεο, κλωτσώντας τη στροφή να γίνει ίσιο. Κι ύστερα, με Χ χωράω στο άγραφο. Τι όμορφα που έφτιαξες τη μέθη μου, ουρανέ. Μα δε θα σε λατρέψω.
Στης σπίθας πάνω το τελείωμα, ραντίζω μέλι. Μεταμορφώνω το ανίδεο σε ουτοπίας πλεύση. Σε στάση απρόσεχτη. Με στήθη στητά και τόσο ξεπεσμένα. Με βλέμμα καθάριο και τόσο πονηρό. Με δέρμα πρόστυχο και τόσο αθώο. Τα χέρια φτύνω κι ένα νεύμα καταπίνω. Πνεύμα γίνομαι μέχρι να επιστρέψω. Εσύ…
…φύγε…
.