Πήρα κι ένα φόρεμα του γούστου μου. Στενό με τους ώμους έξω και ανοιχτό προς τα κάτω. Κοντό μπροστά και πίσω μακρύ. Στην πλάτη να δένει με σκοινάκια. Κι ένα μπολερό που κάνει κόμπο στο μπούστο. Σχήμα περίεργο με κάτι από μυστήριο. Δε το θέλω με στιλέτο τακούνι. Με μπότα θα το ταιριάξω ίσαμε πάνω απ’ το γόνατο. Κι ακόμη πιο ψηλά...
Το είδα πάνω μου για τα δικά μου μάτια μοναχά. Και ίσως έτσι μείνει για καιρό. Χωρίς να σιάξει δρόμο άλλο. Εκεί να σταθεί, να υπάρξει όσο πρέπει σε μια πνοή για να φτιάξει τραγούδι χωρίς να χαρίσει δικαίωμα. Χωρίς να παίξει σε κύματα που σκορπίζουν ηλεκτρολύτες. Χωρίς να χυθεί σε ξένα αυτιά. Άνευ ξεκλειδώματος, το μηδέν παραμένει νούμερο. Αλλιώς, ως σύμβολο διπλώνει. Όπως μ’ αρέσει δηλαδή…
Το κρέμασα μαζί με τα άλλα τα αφόρετα. Δίπλα στο μαντίλι που γελά. Κοντά στο άλαλο που μορφάζει. Πάνω από τη χάρτινη σακούλα με τις κλωστές. Κάτω απ’ το ζωγραφιστό φεγγάρι της κρεμάστρας. Θα ήθελα, ίσως, να το φορούσα την ημερομηνία που θα έπαιρνα και επίσημα μια ακόμη κορδέλα. Ίσως να με φαντάζομαι να διασχίζω την αίθουσα στο άκουσμα του ονόματός μου και να έχω σχηματισμένο ένα υγρό χαμόγελο στο πρόσωπο. Κι ίσως να περίμενα πως με το μαζί θα το χαιρόμουν πιότερο…
Μα όπου υπάρχει το δεν, το σκηνικό δε μένει ίδιο. Κι ας ξέρεις πως μέχρι την τελευταία στιγμή προσπάθησες για να αλλάξει η πιθανότητα του ίδιου σου. Του τάχα σου. Του τίποτά σου.
Έπαψες να ενθουσιάζεσαι, μου είχε πει το κάποτε. Κι άδικο δεν έχει. Υπάρχει λόγος να αστράψεις αν το σύμπαν είναι βουβό? Υπάρχει λόγος να ταιριάξεις αν το μόνο σου μοιάζει γεμάτο? Υπάρχει λόγος να ορθωθείς αν δε κοιτά ο ίδιος σου ο εαυτός? Τουλάχιστον υπάρχει το ρούχο μου το κρεμασμένο και φαντάζομαι. Αυτό, ίσως είναι και το μόνο που ξέρω να κάνω καλά.
Να φαντάζομαι…
.