Σε ενός ουδετέρου την απόληξη καταρρίπτω ακόμη μια ενοχή. Αυτή της απρόσκοπτης περιέργειας που φέρνει το αδιάκριτο όταν αποφασίσει να ξεγυμνώσει ακόμη μια σελίδα του. Γραμμένη ή άγραφη, ιερή ή ανούσια. Χτυπημένη σε μιας μεσοτοιχίας το ανάγνωσμα, ξεσκίζω τη λεπίδα που κρεμιέται από ψηλά και ρίχνω στα μάτια τη στάχτη της απόστασης.
Ναι, αγαπημένο μου. Στου τζακιού σου τη ζέστη, φουρνίζω μια τρίχα σιωπής. Να ανεμίσει το ποίημα που κρατώ. Να γίνει ιδρώτας σε κορμί αλειμμένο νιότη. Να γίνει άνεμος σ’ ενός λουλουδιού το γέρμα. Να φέρει λατρεία μέσα από λιβάνι εξωτικό. Σπονδή να απλώσει στρωμένη για το χειμώνα. Να φτιάξει ανέμη να γνέθεις τ’ όνειρο.
Μη παραλογίζεσαι δική μου καρδιά μ’ αυτό το ανόητο που κουβαλάς. Μόνο έχε στο νου να μη κρυώνει εκείνο σου. Που ξεμακραίνει.
Τ’ ακούς, μάτια μου…
,το ξέρω…
Τ’ ακούς…
.