Διάβηκα τη χώρα του ανείπωτου με πόδια ξυπόλητα. Στης άκρης μου το βούρκωμα, ήρθε μια πυγολαμπίδα για συντροφιά. Και την άφησα πάνω στα βλέφαρα σαν προσευχή. Άγγιξα μια σταγόνα ανασαιμιάς και ψέκασα ό,τι έβλεπα από δρόμο. Κι έγινα σιωπή πιο βαθιά απ’ το κενό. Πιο κει το στεγνό, μου έκανε νεύμα αγρύπνιας. Το χαιρέτησα χωρίς να σταθώ. Προσπέρασα με σκυμμένο νου χωρίς να δώσω σκέψη. Δε ξέρω αν έπρεπε έστω να κοντοσταθώ για να γνέψω στο αφύσικο, μα η δική μου φύση είναι αντίθετη απ’ του σύμπαντος τις προσταγές. Κι έτσι, χάρισα στη μονοτονία της στιγμής ακόμη μια ελπίδα.
Ξεκρέμασα έναν ιστό και τον στόλισα σκουλαρίκι. Μεταξύ του λοβού και της μύτης, η απόσταση διαγράφει μισής ζωής ουσία. Και σκέφτηκα πως αν κάποτε γυρίσω προς τα πίσω, κάτι διαμάντια σκιές θα περιπαίξουν την απόφασή μου. Πάνω σ’ αυτό χαμογέλασα κι έκανα μια πρόποση νοερή. Στην υγεία του αόρατου, ψέλλισα καταπίνοντας ένα γραμμάριο φαρμάκι. Τι όμορφα που ξέρει να κάνει κόλπα ο ουρανός σαν είναι στα άγριά του. Κι έτσι, δέχτηκα την ανάμνηση.
Κλείνοντας την ομίχλη πίσω μου, διαπίστωσα πως δεν κρύωσα στιγμή. Οι ώμοι μου γυμνοί δεν θέλησαν να γίνουν πάχνη. Των μαλλιών μου η κίνηση έμεινε μετέωρη και το βήμα μου στένεψε. Μ’ αρέσει όταν με κόσμους μεταφέρω το φανταστικό μου νήμα. Σα να πλέκω ανάμεσα στα δάχτυλα δαντέλα με γαλαξίες. Σα να ρουφάω ζάλη και να μεταμορφώνεται σε αφή. Σα να ξαγρυπνάω στερνές ανάσες και να γίνονται φωτιά. Κι έτσι προχωρώντας στου άγνωστου τις λαβωματιές έγινα…
…μια μορφή ακόμα…
.