Έπινα το τίποτα
σκέτο χωρίς παγάκια
και βύθιζα τις σκέψεις μου
στου νου μου τα σοκάκια
Κι ήρθε το κάτι ξαφνικά
το λόγο να ζητήσει
είδε να φεύγουν οι σκιές
μόνη να μη μ’ αφήσει
Και του ’δωσα λέξη βροντερή
λόγο για να με βρίσει
γιατί αργά ήρθε να με βρει
δίχως την πόρτα να χτυπήσει;
Το είπα αλήτικο σκαρί
και άφαντο κουφάρι
μοιάζει του είπα με σπυρί
στου πόνου το λιθάρι
Και ήταν ατημέλητο
χωρίς μπερέ κι ομπρέλα
το κοίταγα αυθάδικα
πρόστυχα για κοπέλα
Κι ήρθε και με χαστούκισε
και μου ’σκισε τα ρούχα
μα εγώ συνέχιζα στο τίποτα
να δίνω εκείνα που ’χα
Και θύμωσε το κάτι μου
με τέτοια αδιαφορία
με κοίταξε με λύπηση
κι έκανε φασαρία
Πως στα σκοτάδια πνίγομαι
χωρίς να το καλέσω
γιατί έτσι αφήνομαι;
και πόσα θα αντέξω;
Και γω του χαμογέλασα
και του ’πα με υστερία:
«ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ ΣΕ ΓΟΥΣΤΑΡΑ
ΜΑ ΤΟ ’ΧΑ ΠΕΙ ΣΤ’ ΑΣΤΕΙΑ!»
.