Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Πρό(σ)κληση σε δείπνο


Μ’ αρέσει το πιπέρι. Το χρησιμοποιώ κατά κόρον. ΄Ετσι και σήμερα. Δεν ήταν δυνατόν να μην είχα ρίξει μπόλικο στο κατασκεύασμά μου. Αυτή τη φορά έβαλα και λίγη τριμμένη κόκκινη πιπεριά. Για να αφήσει ένα κάψιμο γύρω απ’ τα χείλη. Για να φανερωθεί και μια φλόγα μέσα απ’ τα μάτια. Για να δω αν θα με κοιτάξει και μέσα απ’ το βλέμμα της πει όσα δεν τολμά. Αν έχει, βέβαια, να πει πράγματα που δεν τολμά. Γιατί με το είδος της δεν ήξερα αν τα παιχνίδια που ξέρω να κάνω είναι προβλέψιμα ή όχι. Κι αυτή τη φορά θα δοκίμαζα. Πάντα μ’ αρέσουν οι προ(σ)κλήσεις άλλωστε...

Είχα σβήσει τα φώτα κι είχα ανάψει κεριά στο τραπέζι. Είχα βάλει το μαύρο μου εξώπλατο φόρεμα. Αυτό με το βαθύ ντεκολτέ. Που ένα έτσι να κάνω, φαίνονται τα βουνά μου και η χαράδρα τους που απλώνεται ενδιάμεσα. Σκίσιμο στη μια μεριά για να τονίζει το σταυροπόδι μου κι ένα κορδόνι για ζώνη που καμιά φορά το αγγίζω με νόημα και το παίζω ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μου. Για αποπλάνηση...

Φανερώθηκε όταν έπινα μια γουλιά απ’ το γλυκό μου το κρασί. Είχα την πλάτη γυρισμένη και κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο. Την ένιωσα μα δεν γύρισα αμέσως. Εκείνη ήρθε στον χώρο μου. Κι εγώ θα καθόριζα τους όρους του παιχνιδιού. Την κοίταξα χωρίς να στραφώ ολοκληρωτικά προς το μέρος της και της χαμογέλασα. Τι όμορφη που ήταν! Και πόσο αθώα μαζί! Μ’ ένα ριχτό λευκό πέπλο πάνω της, που τόνιζε κάθε λεπτομέρεια του σώματός της. Τα στήθη της στητά. Τα μαλλιά της ξέμπλεκα. Τα χείλη της κατακόκκινα. Κι αυτές οι φτερούγες της , πόσο επιβλητικές! Πήγα κοντά και τις χάιδεψα. Μ’ άρεσε που μ’ άφησε. Η αίσθησή τους στην παλάμη μου, μου θύμισε θάλασσα από στάχυα που γέρνουν με την πνοή του ανέμου, συνάμα με ένα ξύπνημα δίπλα σ’ ένα πρόσωπο αγαπημένο μετά από μια ατέλειωτη νύχτα έρωτα.

Λευκές κι αυτές. Οι φτερούγες ήταν λευκές. Γιατί διαολίστηκα όμως τόσο που ήθελα μαύρες να τις κάνω;

Κάθισα στο τραπέζι απέναντί της και ένιωθα το βλέμμα της να με διαπερνά. Στάθηκε στο στήθος μου και μετά στα μάτια μου. Και ξανά πίσω στο στήθος μου. Της έβαλα να πιει μα αρνήθηκε. «Αργότερα όμως, θα θες να ξεδιψάσεις» σκέφτηκα σχεδόν πονηρά. Γιατί ακόμα μετρούσα τις αντιδράσεις της. Δεν μπορείς να εξηγήσεις σ’ έναν άγγελο τη χαρά του να είσαι θνητός αν δεν δει από κοντά ορισμένα πράγματα. Ούτε και τις λύπες, άλλωστε. Από κει ψηλά, όλα φαντάζουν αλλιώς. Άλλο να τα ζεις όμως, έτσι δεν είναι; Κι ο θηλυκός άγγελος που ανέλαβα να δελεάσω, φαινόταν τόσο...αγνός. Πώς θα αντιδρούσε, άραγε;

Σκέφτηκα να την αρχίσω απ’ τα δύσκολα. Να την βουτήξω στα βαθιά. Κι ύστερα να την φέρω στα μέτρα μου. Σηκώθηκα κι έβαλα το ένα μου πόδι πάνω στην καρέκλα. Έσκυψα και έπιασα την γάμπα μου. Και σήκωσα το φουστάνι μου λίγο παραπάνω για να φανεί το κιλοτάκι που φορούσα. Το έκανα και λίγο στο πλάι για να δει το καλοξυρισμένο του περιεχόμενο. Δεν πήρε τα μάτια της από πάνω μου. Χαμογέλασε. Λένε πως οι άγγελοι δεν έχουν φύλο, μα τούτη δω είχε και παραείχε. Οι ρόγες της σκλήρυναν και την είδα να κουνιέται στη θέση της. «Κάνετε έρωτα κει πάνω»; την ρώτησα γλύφοντας με το δάχτυλό μου λίγη σάλτσα. Μου έκανε νεύμα άρνησης. «Δηλαδή δεν έχετε νιώσει τι είναι οργασμός»; την προκάλεσα περισσότερο, βάζοντας αυτή τη φορά το δάχτυλό μου στα δικά της χείλη. Τα έγλυψε και φάνηκε να της άρεσε η καυτερή γεύση του φαγητού μου. Κι ύστερα έβαλα το χέρι της πάνω μου να με αγγίξει. Την οδήγησα και πιο χαμηλά για να νιώσει ένα κορμί που μέσα του κυλά ακόμη αίμα. Να επιμείνει σ’ εκείνο το σημείο και να νιώσει πώς είναι οι συσπάσεις μου και πώς γίνεται το βλέμμα μου όταν ελευθερώνονται. Και δεν έφερε αντίρρηση. Κι όταν γεύτηκε την ανάσα μου πήρε το ποτήρι της και κατέβασε μια γερή γουλιά απ’ το κρασί μου.

Κι ύστερα έγειρε στη θέση της. Κι εγώ πήγα στη δική μου. Ήπιε όλο το περιεχόμενο του ποτηριού της κι έβαλε κι άλλο. Με κοίταγε με βλέμμα εξερευνητικό. Σαν να ήθελε να μου κάνει χίλιες ερωτήσεις και να μη ξέρει από πού να πρωταρχίσει. Τα φτερά της πότε άνοιγαν, πότε έκλειναν. Η αναπνοή της πότε αργή, πότε πιο γρήγορη. Με κάρφωσε στα μάτια. Την κάρφωσα κι εγώ. Γελάσαμε.

«Ξέρεις», συνέχισα γεμίζοντας τα ποτήρια μας ξανά, «έχω εξελίξει το κοίταγμά μου όλα αυτά τα χρόνια. Ξέρω να του δίνω κι άλλο νόημα κάθε φορά». Και της έδειξα. Την προέτρεψα μάλιστα να μου το κατονομάζει ανάλογα με την έκφρασή μου. Πρόστυχο. Αγνό. Λάγνο. Αδιάφορο. Θυμωμένο. Επικριτικό. Ερωτικό. Αγαπησιάρικο. Περιπαιχτικό. Συνεχίσαμε να γελάμε. Πόσο όμορφα γέλαγε! Την έκανα χάζι. Την ζήλεψα. Γέλαγε με την καρδιά της – έχεις καρδιά αγγελίνα μου;
Της είπα και δυο ιστορίες. Απ’ αυτές που αφηγούμαι τα βράδια με αναμμένη τη φωτιά. Ιστορίες για ιππότες και νεράιδες. Ιστορίες για στοιχειά και τέρατα. Ιστορίες με βία και αίμα. Ιστορίες με πόλεμο και σκοτωμούς. Ιστορίες για παιδιά που έφευγαν και χάνονταν. Και την είδα που δάκρυσε – έχεις δάκρυ άγγελέ μου;
Της ζωγράφισα και δυο βουνά. Κι έναν ήλιο ανάμεσα. Κι ένα μαύρο σύννεφο μ’ έναν κεραυνό. Για αντίφαση. Για μπέρδεμα. Για σκάλωμα. Μα φυσιολογικό της φάνηκε να έχει η φύση ιδιοτροπία. Μπορούσα όμως να ’χω και γω παρόμοια; Και της είπα για θυμούς και για καβγάδες, για γεννητούρια και χαρές, για αίματα και για πληγές. Για ξεσπάσματα και φωνές. Για γροθιές και για κλοτσιές. Για αγωνίες και εμμονές. Για φοβίες και στριγγλιές. Για χαμόγελα και ορέξεις. Για ζευγαρώματα και παντρειές. Για χωρίσματα και γιατρειές. Για σκοτάδια και αναλαμπές. Κι έσπασε το ποτήρι της σε χίλια κομμάτια – νιώθεις κάτασπρή μου;
Και πέρασε η ώρα κι έπιασε το πρώτο χάραμα. Κι ακούστηκε μια μουσική από έναν αλήτη βιολιτζή. Κι ακούστηκε κι ένα πέταγμα από κάτι λεύτερο στον ουρανό. Κι ο θηλυκός μου άγγελος γδύθηκε μπροστά μου. Έβγαλε το πέπλο της και τα δύο της φτερά. Τ’ άφησε στα πόδια μου και ζήτησε το φόρεμά μου. Της το ’δωσα και την βοήθησα να το κουμπώσει. Της χτένισα και τα μαλλιά. Κοίτα να δεις που δεν ήταν δύσκολο τελικά να θελήσει να την κάνω θνητή. Με φίλησε στα χείλη κι ήταν όλο γλύκα εκείνο το φιλί. Δελέασα έναν άγγελο να παραμείνει στη γη. Θα έπρεπε να χαίρομαι ή μήπως θα έπρεπε να βάλω τα κλάματα;

Με πλησίασε μιμούμενη τα βήματά μου και μου έβαλε τα δικά της τα φτερά πάνω στο γυμνό μου κορμί. Ταίριαξαν με μιας . Σαν να ήταν φτιαγμένα για τους δικούς μου ώμους. Κι άρχισα να τρέμω όταν κατάλαβα τι θα γινόταν στη συνέχεια. Ο ήλιος άρχισε να βγαίνει χαϊδεύοντάς μου το πρόσωπο. Ένα δάκρυ στέγνωσε πριν καν αρχίσει να τρέχει.


Ήταν η ώρα μου να φύγω. Χαμογέλασα πικρά κι εκείνη μου κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. ΄Εσταξε λίγο απ’ το κρασί στα χείλη μου σαν μεταλαβή για το καινούργιο μου ταξίδι. Κι έκανε μια κίνηση που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Μου τσίμπησε το δάχτυλο να στάξει αίμα και με τη στάλα του μου έβαψε τα φτερά. «Είναι δικά σου τώρα», μου είπε, και
άλλο χρώμα δεν μπορούν να έχουν».
Κι εγώ που ήθελα να της τα κάνω μαύρα...Τι χαζή που ήμουν...

Κοίταξα για τελευταία φορά τον χώρο μου κι άνοιξα τις φτερούγες. Άρχισα ν’ ανεβαίνω αργά και βασανιστικά μα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.

Άλλαξα ρόλο παίζοντας το ίδιο μου το παιχνίδι σ’ έναν κανόνα άνισο.

Έστω...

...τουλάχιστον έπαιξα...




(στον sidewalker που μου έδωσε την έμπνευση...)
.