Εκεί στο πλατύ τ’ αγνάντι με τα δώδεκα θεριά απλώνω εαυτόν και αναδεύω τριανταδυό σούρουπα κι έξι χαμένες δύσεις. Εκεί, που χάσκει ο ουρανός σε τελείωμα αγκάθινο, έτοιμος να σκίσει ακόμη ένα χελιδόνι που ξεστράτισε κάτω απ’ το τελευταίο άστρο της αυγής. Εκεί, γδυμένη ενοχών και απαστράπτουσα από προσμονή για τη γέννα μου. Το ξεφούσκωμά μου. Το άδυτο του σκοταδιού που θα φέρει μια νέα πνοή σε ακόμη ένα χαμένο σύμπαν. Δεν υπάρχουν πόνοι όταν γουστάρεις να ξύνεις πληγές και να ρουφάς τα υγρά τους. Δεν υπάρχει γιατί όταν θέλεις να σωπάσεις τον σπασμό σου μη ξυπνήσεις το ανείπωτο. Δεν υπάρχει έλεος όταν πρόκειται να μεταλλάξεις το τίποτά σου με μια ζαριά χαμένη εκ των προτέρων. Κάθεσαι και γνέφεις. Κάθεσαι και απολαμβάνεις. Κάθεσαι και χτυπιέσαι αλύπητα μέχρι να βγει αφρός απ’ τα σάπια σου τα σωθικά.
Τα πόδια ανοίγω και βγαίνει φωτιά. Διάολος ανήμερος με μάτια διαμάντια. Κόκκινος σα τις πουτάνες σκέψεις που γυρνούν από πεζοδρόμιο απλήρωτο. Έναστρος σα τις γραφές που ζουλάνε τα απωθημένα. Δυνατός σα στρόβιλος που ήρθε για να διώξει ματωμένα χαλάσματα. Και να φτιάξει μια δική του ρουφήχτρα, έτοιμη να καταπιεί την άνομη μάνα των ξεστρατισμένων ουρανών. Εκεί, στης κορφής το τελείωμα βγαίνει από μέσα μου το χτύπημα που θα στρώσει κρεβάτι πεθυμιάς στην ώρα που θα χτυπήσει το ροδαλό της χέρι στο ξυράφι των αναστεναγμών. Εκεί, πάνω απ’ τον καταρράκτη που φωνάζει εφιάλτες, ρίχνω άλλον ένα έκπτωτο φωνάζοντας αμήν.
Με στήθη στητά στα σκαμπίλια του αιώνα, αίμα χύνω και ξεπλένω φύσεις. Πεινασμένα πετούμενα βυζαίνουν τα πράσινα υγρά μου και χαϊδεύω το τέλος ενός ακόμη Απρίλη. Να γίνω Μαγιάτικος αυλός στα χείλη σάτυρων πλασμάτων με φαλλούς ορθούς. Να φτιάξω μια ιστορία ακόμη χαραγμένη στις σελίδες των μύθων. Να γίνω πλάσμα με φτερά και δόντια μέγαιρας. Να σκύψω μέσα στα πηγάδια και να φέρω στην επιφάνεια νεκρές ευχές. Κι ύστερα να σπείρω σε χώμα ακάνθινο ζαρωμένα βλέφαρα. Να γίνουν πέταλα, να γίνουν μίσχοι, να γίνουν φεγγάρια με απότομη χάση. Να δώσω μια στροφή ακόμη, σ’ ένα κόσμο που κατά λάθος θρέφει φιμωμένες στύσεις που μάταια ψάχνουν να βρουν λόγο να ποτίσουν το εξωγήινο θέλω τους.
Κι ύστερα. Κι ύστερα θα ρίψω ένα κορμί-ταξίδι στις στάλες του αχ που κάνει ο αγαπημένος μου καιρός όταν αποφασίσει να δείξει τι αξίζει. Όταν αποφασίσει πως μπορεί να υπάρχει ανενόχλητος που λέγεται κακός. Όταν γουστάρει να υψώσει δάχτυλο θυμού σε όσους κολλάν με σάλιο ετικέτες κρυμμένοι πίσω απ’ τα χίλια τους γιατί καυλώνοντας συγχρόνως στο φόβο του άφταστου.
Έτσι όμως συμβαίνει με τους άστατους καιρούς, μωρά μου. Δίνουν βάθρο σε Ερινύες να δηλώσουν πιο αθώες από ποτέ καρφιτσώνοντας το δεδικασμένο τους φόρα παρτίδα σε γουρλωμένα ανέραστα μάτια. Μ’ αρέσει...
Μ’ αρέσει όταν τελειώνουν οι μήνες...
...μ’ αρέσει να βρίσκω λόγο να υμνώ γεννήσεις...
.