Σε μια κερκίδα σταυροπόδι. Και χίλια άστρα στο μαύρο τ’ ουρανού. Την ώρα που έπεφταν τα βεγγαλικά φύσαγε κιόλας. Κι ένα σημάδι ήρθε και κάθισε στο μάγουλό μου. Σα δάκρυ χρωματιστό που αποφάσισε να ταξιδέψει σ’ ένα άγνωστο αυλάκι. Και να του ψιθυρίσει ένα απ’ τα μυστικά των άστρων.
Φωνές μέσα μου και τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν. Χείλη σφιχτά κι άλλοτε χαλαρά. Να τα περνά η υγρή μου γλώσσα και να γεύομαι αναμνήσεις, προσμονές, επιθυμίες και βουβά ξημερώματα. Επάνω σε μια εξέδρα ένα χαμένο παρελθόν να παίζει σταμπαρισμένο με μελάνι ρόλο άγαρμπο. Στολισμένο πάνω στο φόρεμα του χθες να μου δίνει εικόνα μιας δήθεν γιορτής. Δε θέλω σου λέω να ανέβω εκεί πάνω. Μα ποιος φέρνει αντίρρηση εύκολα σε κάποιους ανθρώπους. Δεν θέλω να...
Ζόρι. Μια λέξη που στριφογυρνά αλλάζοντας συνδυασμούς γραμμάτων και φτιάχνοντας πλήθος παραγώγων. Άσε με σου λέω! Μα...φτιάχτηκα για να μην επιβάλλομαι σε ορισμένους. Άσχημο να σου περνούν μπροστά απ’ τα ορθάνοιχτα μάτια σου στιγμές σε στιγμές που κανονικά θα έπρεπε να χαμογελάς. Μα ποιος ορίζει πότε θα ’ρχονται οι στιγμές; Πόσο μάλλον κάποιες έντονες που σε έχουν μαρκάρει με το είναι τους.
Ανακατωμένα τα μαλλιά μου και δεν κάνω κίνηση να τα μαζέψω. Αέρας εκεί ψηλά που βρίσκομαι. Κι από κάτω χοροί. Πόδια, γάμπες, φουστάνια. Κι ένας μπάλος να μπερδεύει την αλμύρα των νησιών με την αλμύρα του θεάτρου. Και τον ιδρώτα που τρέχει στους εφηβικούς λαιμούς. Και κάποια ξεπεταρούδια που τρέχουν πίσω απ’ τις κοπέλες να τις τραβήξουν φωτογραφία. Ποιος είναι αυτός; Η φωνή μέσα μου, δεν μ’ αφήνει να κοιτάξω. Φύγε σου λέω. Όχι τώρα...
Δίπλα μου εσύ. Κι εσύ. Κι εσύ. Δεν θέλω κανέναν σας απόψε. Φύγετε όλοι. Γιατί έρχεστε όταν δεν σας θέλω; Γιατί επιλέγετε να εμφανίζεστε πριν τα μεσάνυχτα; Αφού φαντάσματα είστε. Φαντάσματα. Γιατί να μην είστε σαν τα άλλα αερικά που βγαίνουν μετά τους πολλούς τους χτύπους; Γιατί κι εκεί θα πρέπει να μου θυμίζετε τη διαφορετικότητά μου; ΄Η την τόση ομοιότητά μου; Φύγετε γαμώτο. Φύγετε...
Και μετά έρχεται η αμφισβήτηση. Από το μέλλον που έφτιαξες και το βλέπεις μπροστά στα μάτια σου. Και ποια είσαι εσύ; Έτσι είναι. Και ποια είμαι εγώ; Ένα άλλο τίποτα μέσα στο χαμό του κάτι. Παρεξηγημένη χαραμάδα που μέσα της τρυπώνει το φως και τη γαργαλά. Πεταμένο Καλοκαίρι που εκπνέει πριν μπει το Φθινόπωρο σε μια ανακατωμένη παραλία. Ένα χιόνι που χάνει από κρύο και λιώνει στη στέγη κάποιας μπαλωμένης στέγης. Ένας ρόλος που θέλει ένα αγέρι παγωμένο να της σηκώσει το φουστάνι και να γλύψει τα σωθικά της. Μια γροθιά που μαζεύει τα τρεχάτα δάχτυλά της για να ενωθεί σε άλλο σχήμα. Ένας χαμένος θησαυρός κρυμμένος στη σπηλιά της λαχτάρας παραμένοντας ανέπαφος σε επιλεγμένα σημεία. Ένα θέλω που απλώνει την ψυχή του σε παραστρατημένους ανέμους για να αρωματίζεται από την εναλλαγή των χρόνων. Μια φωνή που φωνάζει σ’ ένα αεράκι...
...φύσα με...
...φύσα με...
...φύσα με...
.