Έφτιαξε το στραβο-χυμένο καλούπι ο/η θεός/ά και πήρε μια φάτσα ξινή. Κάθισε κάτω απ’ της συκιάς τα φυλλώματα και έβγαλε τη γλώσσα έξω με απέχθεια. Ποιος είπε πως οι θεοί τα πάντα εν σοφία ποιούν; Αυτά είναι μαλακίες για να ρίχνουν στα μάτια κάποιοι που θέλουν να σέρνουν τους ανίδεους απ’ τη μύτη. Και τούτο, δεν ήταν απλώς κακοφτιαγμένο. Ήταν το έκτρωμα σε όλο του το μεγαλείο. Έτσι, αναρωτώμενος /η τι στο κέρατο να το κάνει, αποφάσισε πρώτα να ξαπλάρει.
Το καλούπι κείτονταν κάτω στα γαϊδουράγκαθα. Ονομάζονταν έτσι αυτά τα φυτά, πριν κυκλοφορήσουν οι γάιδαροι. Απ’ αυτούς πήραν το όνομά τους. Επειδή οι μίσχοι τους γκαρίζουν την πανσέληνο. Και τ’ ακούνε οι γάιδαροι και πάνε και τα τρώνε. Ή τα βάζουν στον πάτο τους. Ανάλογα με το από πού πεινάνε.
Ο/η θεός/ά χάιδεψε την κοιλιά του/της και ένιωσε κάτι ανάμεσα απ’ τα σκέλια. Το αναπαραγωγικό του/της όργανο είχε ξυπνήσει. Πριν το μετανιώσει έπαιξε μια μεγαλοπρεπέστατη μαλακία για να μη πάει χαμένο το απόγευμα. Κι ύστερα σκέφτηκε πως βάζοντας λάσπη στο ηλίθιο καλούπι και αφήνοντάς το να ξεραθεί στον ήλιο, φτύνοντάς το πότε πότε για να μη κόψει η μαγιά, ίσως να δημιουργούσε πλέον και κάποιον να γαμάει χωρίς τύψεις. Γιατί οι στραπατσαρισμένοι λουκουμάδες είναι για να τους σκίζεις την τρύπα κι όχι για να τους τρως. Να το θυμάστε αυτό. Και ο/η θεός/ά μπορεί να έκανε καμιά στραβή στην δημιουργία, αλλά σε θέματα γεύσης δεν του/της παραβγαίνει κανένας.
Το έκανε τελικά το ψυχικό. Κανένα πλάσμα δεν πάει χαμένο, λένε οι γραφές(;) και γιατί να πήγαινε αυτό το γαμίδι που μόλις πήρε πνοή; Χασκογέλαγε σαν το μαμούχαλο κι είχε την πλάκα του εδώ που τα λέμε. Κατ’ εικόνα δεν μπορεί να πει κανείς πως ήταν, ήταν όμως σαν παρ-ομοίωση. Γούστο έχουν τα λειψά. Κάνουν τα άλλα να φαντάζουν μπάνικα. Κι έτσι ο/η θεός/ά αποφάσισε να φτιάξει κι άλλα!
Σωσίες απ’ το ίδιο το καλούπι είναι το μόνο εύκολο να γίνει στην πλάση. Κι αν έχεις μπόλικες τρύπες μπροστά σου θα έχεις με κάτι να ασχολείσαι και δεν θα βαριέσαι κάτι άνυδρες μέρες. Εξάλλου τα σύννεφα είχαν μαζευτεί πολλά, λόγω των ακατάσχετων αυνανισμών και ο/η θεός/ά δεν χρειαζόταν άλλα στην γαϊδουράγκαθο αυλή με τις συκιές του. Η φράση «η μαλακία πάει σύννεφο» από τότε βγήκε. Ο/η θεός/ά είχε βαρεθεί να μεταμφιέζεται κάθε φορά και σε άλλο ρόλο για να ξεγελάει τον εαυτό του. Ενώ στους σωσίες θα εμφανιζόταν πάντα ο/η ίδιος/α. Σιγά μη ρωτήσουμε τα μόμολα. Χάρη θα τους έκανε που θα τους έδινε και προσοχή.
Α! Να μη ξεχάσουμε να αναφέρουμε πως δεν χάιδευε κανέναν τους. Όποιος πηδάει στεγνά, δεν χρειάζονται τα δεσίματα κι αυτού του τύπου οι ρομαντικούρες. Και τα α-χρηστα στρατολογημένα κουράδια αν μάθουν τι θα πει ενδιαφέρον, μπορεί και να σηκώσουν κεφάλι. Και μετά, άντε να ψάχνεις πού να τους θάψεις για να μη βρομίσει ο τόπος. Μωρέ για τη χρήση τους μια χαρά βγήκαν. Μια χαρά!
Ο/η θεός/α δεν προβληματίστηκε πολύ για το πώς θα ονόμαζε τα καινούργια σκατά που έφτιαξε. Τα δίποδα μαλακισμένα απόβλητα μόνο ένα όνομα θα μπορούσαν να έχουν.
...΄Ανθρωποι...
.