Αντζελίνα...
Έλα. Έλα κοντά μου. Βγες απ’ την κρυψώνα και δωσ’ μου το χέρι σου. Ξέρω πως είσαι πίσω απ’ την κουρτίνα και μου κάνεις ματάκια. Κι έχεις στη μυτούλα μια σταγόνα γλυκό βύσσινο που φανερώνει το μυστικό σου. Όλα τα ανακαλύπτεις, πονηρούλα ε; Μα σε ξέρω...σε ξέρω καλά...Από μένα δεν μπορείς να κρυφτείς για πολύ.
Πάμε στη συννεφιά; Πάμε να τρέξουμε και να πάρει τα μαλλιά μας ο αέρας; Να ψιθυρίσει ανάμεσά τους τραγούδια; Παραμύθια; Στίχους; Να τον αφήσουμε να σηκώσει τα φουστάνια μας ψηλά και να δει τα γυμνά μας πόδια; Κι ύστερα...κι ύστερα να του βγάλουμε αυθάδικα τη γλώσσα και να πηδήξουμε όσο πιο ψηλά μπορούμε για να κόψουμε ένα νεράντζι; Ε; πάμε;
Θα παίξουμε και το αγαπημένο μας παιχνίδι. Θα ξεχάσουμε ένα δάκρυ κάτω από μια βερικοκιά κι ύστερα θα κάνουμε πως δεν θυμόμαστε πού είναι. Και θα σηκώσουμε μια πετρούλα να πάρουμε το χαμόγελο που κρύβει στη σκιά της. Και θα το καρφιτσώσω εγώ σε σένα. Και συ θα με κοιτάς με τα λαμπερά σου ματάκια. Κι ίσως να μ’ αγκαλιάσεις όπως έκανες την τελευταία φορά που βρεθήκαμε. Ε;
Μετά, θα κλείσεις τα δυο μου δάχτυλα μέσα στη χούφτα σου και θα πάρουμε το μονοπάτι που έχει πάνω στα πλακάκια του ζωγραφισμένο με κιμωλία ένα κουτσό. Και θα καμωνόμαστε πως θυμόμαστε πώς παίζεται. Μα θα κάνουμε ότι μας κατέβει. Γιατί ποτέ δεν καθίσαμε να μάθουμε κουτσό. Μόνο σκοινάκι παίζαμε καλά. Και αυτή την κλωστή που την πλέκαμε με τα δάχτυλα και την έπαιρνε ο άλλος και της έδινε μια πλέξη ακόμη. Θυμάσαι;
Θα είναι Σάββατο όταν βρεθούμε. Όπως τη μέρα που γεννηθήκαμε. Σάββατο και σούρουπο. Την ώρα που αλλάζει το φως. Την ώρα που ανάβουν τα πρώτα άστρα. Την ώρα που ντύνεται η νύχτα για να βολτάρει στον ουρανό. Την ώρα που το φεγγάρι αχνοφαίνεται ξυπνώντας νωχελικά. Τα αερικά είναι Σαββατογεννημένα, λες; Ίσως, ε; Σ’ άρεσε να το σκέφτεσαι αυτό. Και ντυνόσουν με ιβίσκους στα μαλλιά. Κόκκινους ιβίσκους. Μικρή μου...
Πού θα μου κρυφτείς την άλλη φορά που θα ’ρθεις; Μη! Μη μου πεις. Ξέρω πως θα σε βρω όπου κι αν είσαι κι ας αργήσω λίγο περισσότερο. Ή μπορεί να σε βρω και πιο γρήγορα απ’ ότι φαντάζεσαι. Ε, τι; Μόνο εσύ είσαι η πονηρή νομίζεις; Κάτι ξέρω κι εγώ. Άντε...έλα...΄Ελα κοντά μου. Και λύσε τα μαλλιά αυτή τη φορά. Να πέσουν μέχρι την πλάτη σου. Να μπλεχτούν με τα δικά μου. Μόνο άσε πίσω μια στάλα βροχής. Για να βρούμε το δρόμο.
Ε;
.